Η Δημοκρατία και η Ελευθερία του Τύπου, είναι έννοιες αλληλένδετες. «Είτε θα ακμάζουν μαζί, είτε μαζί θα καταστραφούν», έλεγε ο Τζόζεφ Πούλιτζερ. Τι από τα δύο συμβαίνει στην περίπτωση της Ελλάδας, είναι εμφανές.
Αυτό αποδεικνύεται και από σειρά γεγονότων του τελευταίου διαστήματος, τα οποία θα μπορούσαν να προσιδιάζουν περισσότερο σε μέρη μιας σατυρικής παράστασης, παρά σε πολιτική πραγματικότητα.
Αλλιώς, πώς να εξηγήσει κανείς, το γεγονός πως, ενώ, α) η έκθεση του «Παρατηρητήριου για την Πολυφωνία των Μέσων Ενημέρωσης στην Ψηφιακή Εποχή», η οποία πραγματοποιείται στο πλαίσιο δράσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με την χρηματοδότηση της Κομισιόν, κατέδειξε πως η ύπαρξη πολυφωνίας στα ελληνικά ΜΜΕ βρίσκεται -ως επί το πλείστον- σε καθεστώς «υψηλού κινδύνου» κατά τα χρόνια διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας και πως β) στην Έκθεση για την Πολιτική Πολυφωνία που εξέδωσε το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης για το 2020, το ποσοστό του ΜέΡΑ25 επί του συνολικού χρόνου παρουσίασης των πολιτικών κομμάτων σε όλα τα δελτία ειδήσεων της ΕΡΤ ανέρχεται σε 1,8%, την ώρα που το αντίστοιχο ποσοστό της Νέας Δημοκρατίας ανέρχεται σε 55,3%, ο πρωθυπουργός δήλωσε κατά τη συνέντευξη του στον Νίκο Χατζηνικολάου πως, «δόξα τω Θεώ έχουμε πολυφωνία στη χώρα μας (…)» καθώς και ότι στην Ελλάδα, όπου η δολοφονία του Γ. Καραϊβάζ ακόμα παραμένει ανεξιχνίαστη, «ο καθένας γράφει ό,τι θέλει και δημοσιεύει ό,τι θέλει» δίχως πιέσεις και συνέπειες!
Αλλιώς, πώς να εξηγήσει κανείς, το γεγονός πως, σε συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στη Σαμοθράκη με αντικείμενο την Ελευθερία του Τύπου, σε μια τόσο αρνητική περίοδο για τη χώρα στο συγκεκριμένο ζήτημα, ο γενικός γραμματέας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, Δημήτρης Γαλαμάτης, όταν αναφέρθηκε στην κριτική που δέχεται η Ελλάδα, αρκέστηκε να δηλώσει μόνο ότι «χρειάζεται η κριτική, αλλά απογοητεύομαι κιόλας όταν φτάνουν στα αυτιά μου περιπτώσεις που είναι αναντίστοιχες της πραγματικότητας».
Για τον κ. Γαλαμάτη, «αναντίστοιχη της πραγματικότητας» και ανάξια μνείας, είναι μάλλον και η δήλωση της προέδρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Δημοσιογραφίας (IPI), Χαντίζα Πατέλ, πως «αυτήν τη στιγμή η Ελλάδα είναι μια από τις λιγότερο ελεύθερες χώρες για τον Τύπο στην Ευρώπη».
«Το λέω αυτό έχοντας επισκεφτεί φέτος ακόμη και την Ουγγαρία, όπου οι κινήσεις του πρωθυπουργού Ορμπάν κατά του Τύπου είναι πολύ καλά καταγραμμένες. Στην περίπτωση της Ελλάδας “τσεκάρονται όλα τα κουτάκια” για μια πραγματικά κακή κατάσταση. Η σημερινή ελληνική κυβέρνηση έχει εγκαταλείψει το καθήκον της να προστατέψει τους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας», πρόσθετε η κα. Πατέλ σε συνέντευξη που παραχώρησε στο «Κουτί της Πανδώρας», στο πλαίσιο Athens Democracy Forum των «New York Times», όπου και ήταν επίτιμη καλεσμένη (υπενθυμίζουμε εδώ ότι το Διεθνές Ινστιτούτο Δημοσιογραφίας διαδραματίζει συμβουλευτικό ρόλο στον ΟΗΕ και την UNESCO, στην περίπτωση που κάποιοι… καχύποπτοι μιλήσουν για «ανυπόστατη κριτική» από «αριστερόστροφες οργανώσεις»).
Πέρα όμως από την προαναφερθείσα δήλωση, μια ακόμη περίπτωση κριτικής «αναντίστοιχης της πραγματικότητας» για ζητήματα Ελευθερίας του Τύπου στη χώρα μας, ήταν μάλλον και η μαρτυρία του δημοσιογράφου Τάσου Τέλλογλου, σε άρθρο του στο Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ, για το πώς η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, τον (παρ)ακολουθούσε σε (κυριολεκτικά), κάθε του βήμα:
«Στις 2 Μαΐου 2022 με φωτογράφισαν σε καφετέρια ενός προαστίου της Αθήνας, του Νέου Ψυχικού, μετά από μια συνάντησή μου με τον δημοσιογράφο Θανάση Κουκάκη, το πρώτο θύμα του λογισμικού Predator σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ο φίλος που μας έστειλε τη φωτογραφία μας παρακάλεσε να μη την δημοσιεύσουμε, δουλεύει για το κράτος. (…) Λίγο μετά το Δεκαπενταύγουστο βρέθηκα σε ένα κτίριο στη λεωφόρο Κηφισίας, στη βόρεια Αθήνα, κι άνοιξα το τηλέφωνό μου μόνο για να φωτογραφίσω ένα λογότυπο εταιρείας. Το απόγευμα ρωτήθηκα από κάποιον που δεν θα έπρεπε να το ξέρει αν το πρωί βρισκόμουν στο συγκεκριμένο κτίριο. (…) Τον Ιούνιο του 2022 μια πηγή με ενημέρωση από τις υπηρεσίες ασφαλείας μου είπε ότι η συνάδελφός μου Ελίζα Τριανταφύλλου, ο ρεπόρτερ Θοδωρής Χονδρόγιαννος, ο Θανάσης Κουκάκης και εγώ ‘συσχετιζόμασταν’ με δεκάδες υποψήφιες πηγές μας με βάση την κεραία της κινητής τηλεφωνίας στην οποία βρίσκονταν τα κινητά μας, για να υπάρχει ‘μία εικόνα για το αν συναντιόμαστε’».
Στο ίδιο μήκος κύματος, η κριτική για τις παρακολουθήσεις των δημοσιογράφων Θάνου Κουκάκη και Σταύρου Μαλιχούδη από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (η οποία βρίσκεται στην αρμοδιότητα του πρωθυπουργού), είναι μάλλον «αναντίστοιχη της πραγματικότητας», όπως (μάλλον) αχρείαστη είναι και η μνεία στο γεγονός πως ο Γρηγόρης Δημητριάδης, πρώην γενικός γραμματέας του πρωθυπουργού και ανιψιός του Κ. Μητσοτάκη, ανακηρύχθηκε «SLAPP Πολιτικός της Χρονιάς», λόγω της καταχρηστικής αγωγής κατά των ReportersUnited, της Εφημερίδας των Συντακτών και των δημοσιογράφων Νικόλα Λεοντόπουλου, Θοδωρή Χονδρόγιαννου και Θανάση Κουκάκη, με την οποία ο κ. Δημητριάδης ζητά πάνω από 500.000 ευρώ για τα αποκαλυπτικά ρεπορτάζ που οι δημοσιογράφοι πραγματοποίησαν σχετικά με το Predator, την Intellexa και το νήμα που τον συνδέει με τις εταιρείες που εμπορεύονται με το κακόβουλο λογισμικό. (Θυμίζουμε στο σημείο αυτό πως το ΜέΡΑ25 έχει προχωρήσει σε κατ’ επανάληψη νομοθετική πρωτοβουλία ώστε να υιοθετηθεί η αντί-SLAPP νομοθεσία).
Στο σημείο αυτό όμως τίθεται ένα ακόμη ερώτημα. Σε ποια «πραγματικότητα» αναφέρεται ο κ. Γαλαμάτης;
Στην «πραγματικότητα», όπου η κυβέρνηση Μητσοτάκη θεσπίζει δια νόμου (στο νομοσχέδιο «Ενίσχυση δημοσιότητας και διαφάνειας στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο – Σύσταση Ηλεκτρονικών Μητρώων Έντυπου και Ηλεκτρονικού Τύπου και λοιπές ρυθμίσεις αρμοδιότητας της Γενικής Γραμματείας Επικοινωνίας και Ενημέρωσης», Άρθρο 22), «Επιτροπή Λογοκρισίας» για τα ΜΜΕ, η οποία θα ελέγχει αν κάποια εφημερίδα ή κάποιο ηλεκτρονικό Μέσο Ενημέρωσης τηρεί τη «δεοντολογία» (με βάση ποια κριτήρια άραγε…) και εφόσον κρίνει ότι δεν την τηρεί θα τη διαγράφει από το Μητρώο Έντυπου Τύπου και για τουλάχιστον δύο χρόνια θα της στερεί πλήρως την πρόσβαση στην κρατική διαφήμιση;
Στην «πραγματικότητα», όπου θα δοθούν άλλα 7.440.000 ευρώ στα ΜΜΕ για την προώθηση της νέας καμπάνιας του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας «Εξοικονόμηση Ενέργειας»;
Ή μήπως στην «πραγματικότητα», όπου η Le Figaro και το Barron’s της Wall Street Journal (δύο έντυπα στα οποία ο πρωθυπουργός έχει αρθρογραφήσει επανειλημμένα με την WSJ να έχει χαρακτηρίσει μάλιστα την εκλογή του ως «αχτίδα ελπίδας»), αναπαράγουν το δημοσίευμα του Documento αναφορικά με τη λίστα των 33 πολιτικών, δημοσιογράφων, επιχειρηματιών και άλλων δημοσιογράφων που εμφανίζονται ως θύματα παρακολουθήσεων με «εγκέφαλο» τον πρωθυπουργό;
Ένα δημοσίευμα για το οποίο ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Γιάννης Οικονόμου, δήλωσε μάλιστα:
«Πλεονάζουν οι αφηγήσεις, απουσιάζουν τα στοιχεία. Όταν διατυπώνονται τέτοιοι ισχυρισμοί, δύο βασικά ερωτήματα που τίθενται είναι ποιος τους λέει και ποιος είναι ο σκοπός του. Ο εθνικός συκοφάντης, ο άνθρωπος που έχει ξεπεράσει σε φαντασία και επινοητικότητα ακόμα και τους μεγαλύτερους παραμυθάδες. Αυτός που η θεματολογία και η προσέγγισή του ταυτίζεται με τον εθνικό οχετό (την εφημερίδα Μακελειό)». Τα προαναφερθέντα έντυπα λοιπόν (και αρκετά ακόμη ανά την Ευρώπη), στην «πραγματικότητα» της κυβέρνησης αναπαράγουν δημοσίευμα μιας εφημερίδας που η προσέγγιση της ταυτίζεται με το «Μακελειό».
Βέβαια, ας σημειωθεί στο σημείο αυτό πως ο κ. Οικονόμου, ο οποίος δήλωνε για την έκθεση των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα (που κατέτασσε την Ελλάδα στην 108η θέση παγκοσμίως αναφορικά με την Ελευθερία Τύπου) πως «στερείται σοβαρότητας και τεκμηρίωσης», όχι μόνο συναντήθηκε προ ολίγων εβδομάδων με τον υπεύθυνο των ΡΧΣ για τις χώρες της ΕΕ και των Βαλκανίων, Πάβολ Σζλάι, αλλά και δεσμεύτηκε στον κ. Σζλάι ότι η κυβέρνηση σύντομα θα προτείνει νόμο για να καταστήσει παράνομη τη χρήση spyware κατά δημοσιογράφων.
Σε κάθε περίπτωση, Δημοκρατία και Ελευθερία του Τύπου «πάνε μαζί». Στην Ελλάδα, αυτήν την στιγμή, (σύμφωνα με έρευνα που διεξήχθη από τη Μονάδα Ερευνών Κοινής Γνώμης και Αγοράς του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου Μακεδονίας), το ποσοστό των πολιτών που δεν εμπιστεύεται τους δημοσιογράφους ανέρχεται σε 74,5%.
Δεν υπάρχει άλλος δρόμος λοιπόν για την εξασφάλιση της πολυφωνίας, της ανεξαρτησίας και δεοντολογικής λειτουργίας των ΜΜΕ, πέρα από τον δημοκρατικό και κοινωνικό έλεγχο τους. Πριν γίνει πραγματικότητα, η «πραγματικότητα», που ονειρεύεται (και συστηματικά επιδιώκει) η κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Θέλεις να μαθαίνεις για τις δράσεις του ΜεΡΑ25; Γράψου εδώ.