Τέλος εποχής. Όχι όμως και Λήθης

Ανακοινώσεις ΜέΡΑ25
16 Ιαν, 2023

Η ελληνική Mοναρχία αποτέλεσε διαχρονικό σύμβολο της ξενοκρατίας και θεματοφύλακα της εγχώριας ολιγαρχίας

Η δημόσια συζήτηση και οι δηλώσεις που προκάλεσε η κηδεία του τέως βασιλιά είναι αποκαλυπτικές. Αποδεικνύεται, για άλλη μια φορά, ότι τα φιλομοναρχικά αισθήματα ενός σημαντικού τμήματος της Δεξιάς στην Ελλάδα, όχι μόνο της ακροδεξιάς, αλλά και -κυρίως- της ΝΔ, εξακολουθούν να αποτελούν οργανικό μέρος του «πολιτικού-ιδεολογικού DNA» της, που δεν «εξανεμίσθηκε» μετά το Δημοψήφισμα του 1974. Διόλου τυχαία, καθότι η μοναρχία στην Ελλάδα δεν έπαψε ποτέ να είναι παραταξιακά ταυτισμένη.

Με αφορμή τον θάνατο του τέως, η φιλομοναρχική τάση της συντηρητικής παράταξης επιχειρεί, τόσο να συσκοτίσει τον πραγματικό ρόλο που ιστορικά διαδραμάτισε η μοναρχία στην Ελλάδα, όσο και να συγκαλύψει τις εγκληματικές πολιτικές ευθύνες του ίδιου του Κωνσταντίνου Γλύξμπουργκ.

Ωστόσο, η πολιτική ιστορία του τόπου δεν επιτρέπεται να αλλάξει.
Ούτε διορθώνεται, ούτε ξαναγράφεται.

Α. Το Δημοψήφισμα του 1974

Στις 8 Δεκεμβρίου του 1974, λίγο μετά τις πρώτες μεταπολιτευτικές βουλευτικές εκλογές, στο πρώτο αυθεντικό και αδιαμφισβήτητο ελληνικό δημοψήφισμα, ο ελληνικός λαός αποφάσισε στις κάλπες τη μορφή του πολιτεύματος. Το ψηφοδέλτιο της δημοκρατίας (που έγραφε «Αβασίλευτη Δημοκρατία» με πράσινα γράμματα) προτιμήθηκε από 3.245.111 ψηφοφόρους, και έλαβε το συντριπτικό ποσοστό 69,18% ενώ το ψηφοδέλτιο υπέρ της μοναρχίας («Βασιλευομένη Δημοκρατία με καφέ γράμματα) έλαβε 1.445.875 ψήφους, δηλαδή μόλις το 30,82%. Η Ελλάδα απαλλάχθηκε, οριστικά, από τη μάστιγα του κατεξοχήν αντιδραστικού μοναρχικού θεσμού, για τον οποίον είχε υποφέρει τα πάνδεινα στη νεότερη ιστορία της.

Ωστόσο, η επίλυση του καθεστωτικού προβλήματος το 1974 ήρθε απλώς να επικυρώσει μια μακρά ιστορική εκκρεμότητα. Η κοινωνική απονομιμοποίηση της Μοναρχίας στην Ελλάδα έχει μακρά προϊστορία. Όποιος διατηρεί ελάχιστη σχέση με τη σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία γνωρίζει ασφαλώς, ότι η αμφισβήτηση της θέσης της μοναρχίας στην Ελλάδα έχει βαθύτατες ιστορικές (πολιτικές-ιδεολογικές) ρίζες. Στη διάρκεια του 20ού αιώνα πολλές φορές τέθηκε καθεστωτικό ζήτημα: το 1915, το 1924, το 1942-44, το 1945-46. Το 1965, μόλις δέκα χρόνια πριν το 1974, είχε προηγηθεί η ανάδειξη του «καθεστωτικού» προβλήματος σε κεντρικό πολιτικό ζήτημα, με αφορμή το Ιουλιανό βασιλικό πραξικόπημα. Ωστόσο, ούτε η κοινωνική έκρηξη που ακολούθησε στα «Ιουλιανά» γεγονότα ήταν κεραυνός εν αιθρία.

Β. Η ελληνική Mοναρχία αποτέλεσε διαχρονικό σύμβολο της ξενοκρατίας και θεματοφύλακα της εγχώριας ολιγαρχίας

Χρειάζεται να υπενθυμίσει κανείς κάπως αναλυτικότερα την ιστορία και τον χαρακτήρα αυτού του θεσμού. Το 1832, λίγο μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον Οθωμανικό ζυγό, οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις (Μ. Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία) επέβαλαν στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, ως πολιτικό καθεστώς, την απόλυτη «ελέω Θεού» κληρονομική μοναρχία. Ένα θεσμό εντελώς αντίθετο και εχθρικό προς τις αρχές, την ιδεολογία και τις ριζοσπαστικές δημοκρατικές παραδόσεις της ελληνικής Επανάστασης του 1821· θεσμό ξενόφερτο, όπως άλλωστε ξένοι υπήρξαν και οι εκάστοτε μονάρχες, είτε επρόκειτο για τον βαυαρό Όθωνα, είτε για τη Δανογερμανική δυναστεία των Σλέσβιχ-Χολσταϊν-Σόντερμπουργκ-Γλύξμπουργκ (Γεώργιος Α, Κωνσταντίνος Α’, Γεώργιος Β΄, Κωνσταντίνος Β’), που θα διασφαλίζει τη βρετανική επιρροή. Η μετεξέλιξή της σε συνταγματική μοναρχία, ύστερα από αιματηρούς αγώνες του ελληνικού λαού, δεν θα την ωφελήσει. Ουδέποτε θα καταφέρει να αποκτήσει βαθιές ρίζες στην Ελλάδα.

Ο μεγάλος ιστορικός Νίκος Σβορώνος συμπυκνώνει, περιεκτικά, τον ιστορικό ρόλο του μοναρχικού θεσμού στην Ελλάδα, μετά την Επανάσταση:

«Από την ίδρυση τού Ελληνικού κράτους οι κανόνες τού πολιτικού παιχνιδιού είναι καθορισμένοι. Το εξωτερικό κατευθύνει τις εσωτερικές δυνάμεις και συνάμα παίζει τον ρόλο τού ενδιαφερομένου διαιτητή. Οι μηχανισμοί τού παιχνιδιού αυτού, αν και τούς λείπει η ευελιξία, μπορούν και προσαρμόζονται στις εκάστοτε συνθήκες και ακολουθούνε τον πολύ αργό, μετασχηματισμό τής νεοελληνικής κοινωνίας. Ο πρώτος σταθερός και μόνιμος μηχανισμός τής ξενικής επέμβασης στην ελληνική πολιτική ζωή ήταν η βασιλική εξουσία. Μ’ ένα είδος σιωπηρής συμφωνίας, o βασιλιάς και το περιβάλλον του αναλαβαίνουν την υποχρέωση να διευθύνουν την εξωτερική πολιτική τού Βασιλείου σύμφωνα με τις κατευθύνσεις πού τούς υποδεικνύει η κυριαρχούσα εξωτερική δύναμη — ή πού προκύπτει από ενδεχόμενο συμβιβασμό ανάμεσα στις προστάτιδες δυνάμεις. Το παλάτι αναλαμβάνει να συγκρατεί τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις μέσα στα πλαίσια που δεν απειλούνε τις ξένες δυνάμεις και, παράλληλα, εγγυάται τα προνόμια της ντόπιας ολιγαρχίας. Με λίγα λόγια, αποσκοπεί στο να προλαβαίνει κάθε «πολιτικό παραλογισμό». Στις σπάνιες στιγμές της ιστορίας τού βασιλείου, που το παλάτι προσπάθησε να ξεφύγει απ’ αυτό το βασικό κανόνα του παιχνιδιού, είτε απομακρύνθηκε από την εξουσία είτε προειδοποιήθηκε αυστηρά για την καταπάτηση της συμφωνίας. Ο ρόλος αυτός της μοναρχίας, που εκπροσωπήθηκε επιπλέον από ξένες δυναστείες στην Ελλάδα, υπήρξε τόσο φανερός που, παρ’ όλες τις προσπάθειες που έγιναν, κανένας δεσμός δεν κατόρθωσε να την ενώσει με τον ελληνικό λαό. Έτσι, η μοναρχία προσπάθησε να στηριχτεί πάνω σε μια μικρή και προνομιούχα μερίδα του ελληνικού πολιτικού κόσμου πού μεταμορφώθηκε σε κομματική διοίκηση, καθώς και πάνω στο στρατό στον όποιο προσπάθησε να προσδώσει χαρακτήρα περισσότερο βασιλικό παρά εθνικό (Νίκος Σβορώνος. Σκιαγραφία της κοινωνικής και πολιτικής εξέλιξης στην Ελλάδα. Αθήνα: 1976).

Αλλά και ο Γάλλος πολιτικός επιστήμονας Zαν Mεϋνώ, μελετώντας τις συνέπειες του Iουλιανού βασιλικού πραξικοπήματος του 1965, στο θεμελιώδες βιβλίο του «Πολιτικές Δυνάμεις στην Ελλάδα», πολύ σωστά παρατηρεί σχετικά, ήδη από το 1966: «[…] δεν πρέπει να μας προκαλεί κατάπληξη το γεγονός ότι, με λιγοστές εξαιρέσεις στον πολυκύμαντο βίο της, η δυναστεία των Γλύκσμπουργκ δεν κατόρθωσε ποτέ ν’ αποκτήση ευρύ λαϊκό έρεισμα και δεν έπαψε ποτέ να θεωρήται σαν ξένη από μεγάλο τμήμα του ελληνικού Λαού, παρά την ελληνομάθεια και την, υποχρεωτική για το αξίωμα που κατείχαν, προσχώρηση των εκπροσώπων της στο ορθόδοξο θρήσκευμα» (Jean Meynaud)

Επομένως, ο θεσμός της μοναρχίας υπήρξε -εξαρχής- ο στυλοβάτης της εξάρτησης, καθώς και των ξενικών επεμβάσεων που γνώρισε κατά καιρούς η Ελλάδα. Αποτέλεσε έναν πολιτικό θεσμό που είχε ως αποστολή του να διασφαλίζει με κάθε τρόπο τα συμφέροντα της εγχώριας ολιγαρχίας που αυτή επένδυε, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, στις σχέσεις της με το ξένο κεφάλαιο. Σε ολόκληρη τη νεότερη ελληνική ιστορία, το παλάτι λειτούργησε ως ο κατεξοχήν αντιδραστικός συντηρητικός θεσμός. Υπήρξε πάντοτε κυματοθραύστης σε κάθε προοδευτικό κίνημα που εμφανίστηκε στον τόπο, ακόμη και σε αιτήματα που δεν εξέφραζαν τίποτα παραπάνω από την ανάγκη υιοθέτησης ώριμων αστικών μεταρρυθμίσεων.

Από αυτόν τον κανόνα δεν ξέφυγε ούτε η στάση του Όθωνα απέναντι στο αίτημα του ελληνικού λαού να αποκτήσει Σύνταγμα, ούτε η πολιτεία των Γλύξμπουργκ κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού και της Μικρασιατικής καταστροφής (1915-1922), ούτε ο πρωταγωνιστικός ρόλος του επίορκου Γεωργίου Β’ στην εγκαθίδρυση και νομιμοποίηση της μεταξικής δικτατορίας, ούτε βέβαια η στάση του στην περίοδο της κατοχής και αμέσως μετά στον εμφύλιο πόλεμο. Το ίδιο συμβαίνει και με τις επεμβάσεις των ανακτόρων στην πολιτική ζωή και την καθοριστική συμβολή τους στην προετοιμασία της 7χρονης δικτατορίας.

Γ. Η μεταπολεμική παλινόρθωση

Μετά την απελευθέρωση, ο Γεώργιος Β’ θα επανέλθει με το νόθο δημοψήφισμα του 1946. Η παλινόρθωση του 1946 γίνεται μέσα στις συνθήκες του εμφυλίου, μετά την κοσμογονία της εαμικής εμπειρίας. Στον εμφύλιο, η Mοναρχία επικυρώνει συμβολικά την ενότητα όλων των αστικών δυνάμεων (του μπλοκ της «αντεπανάστασης»), απέναντι στο EAMικό λαϊκό μπλοκ και αναλαμβάνει το ρόλο πολιτικού καθοδηγητή της Δεξιάς. Για το δημοψήφισμα του 1946 και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διαμορφώθηκε το τελικό αποτέλεσμα, ο H. Nικολακόπουλος αναφέρει: «O τρόπος με τον οποίο πραγματοποιήθηκε τελικά το δημοψήφισμα ανέτρεψε όλα τα φυσιολογικά προγνωστικά, δημιουργώντας μια πλασματική πλειοψηφία της τάξης του 70%. Παραμένει έτσι τελείως αβέβαιο ποια θα ήταν η ενδεχόμενη έκβασή του αν είχε γίνει με διαφορετικές συνθήκες και κυρίως αν είχε προηγηθεί των εκλογών, όπως προβλεπόταν στη συμφωνία της Bάρκιζας. Γιατί ακόμα και με συνθήκες αντίστοιχες μ’ εκείνες των εκλογών του Mαρτίου [1946], το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος φαίνεται ότι θα ήταν εξαιρετικά αμφίρροπο. Eνώ δεν υπάρχει φυσικά καμιά αμφιβολία για την έκβασή του αν είχε πραγματοποιηθεί με σχετικά ομαλές συνθήκες και με εχέγγυα εγκυρότητας». H απονομιμοποίηση της Mονορχίας είναι ορατή ακόμα και στον «ξένο παράγοντα», δηλαδή τη βρετανική διπλωματία, η οποία διαδραματίζεται σπουδαίο ρόλο στις πολιτικές ζυμώσεις της εποχής. Όπως μαρτυρεί ο Γιώργος Σεφέρης στο «Πολιτικό Hμερολόγιό του», ο βρετανικός παράγοντας πιέζει για αναβολή του Δημοψηφίσματος του 1946, βέβαιος ότι η πραξικοπηματική επιβολή του Θρόνου με δήθεν λαϊκή συγκατάθεση, θα δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα στο εσωτερικό της χώρας παρά θα εξομάλυνε την κοινωνική και πολιτική κατάσταση.

Tο πρόβλημα της απονομιμοποίησης θα τεθεί, εκ νέου, στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Oι βουλευτικές εκλογές του 1956 είχαν προσλάβει επίσης δημοψηφισματικό χαρακτήρα: «Eπιπλέον, η ανοιχτή βασιλική παρέμβαση που μεσολάβησε και την οποία καλείτο να την επικυρώσει το εκλογικό σώμα, ενώ την κατήγγειλαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, είχε προσδώσει στις εκλογές και λανθάνοντα αντιμοναρχικό χαρακτήρα. O θρόνος, ως συσπειρωτικό σύμβολο των αστικών πολιτικών δυνάμεων, και η “εθνικοφροσύνη”, ως επίσημη κρατική ιδεολογία και καθημερινή πρακτική, έτειναν να βρεθούν στο επίκεντρο της εκλογικής αναμέτρησης, παρ’ όλο που τα κόμματα της αντιπολίτευσης και ιδιαίτερα η ηγεσία της Δημοκρατικής Ένωσης κατά κανένα τρόπο δεν αμφισβητούσαν ούτε το ένα ούτε το άλλο» (Η.Nικολακόπουλος).

Δ. Η ιστορική απονομιμοποίηση της Mοναρχίας

Επομένως, κανένα στοιχείο δεν υπάρχει που να δείχνει, ότι η Mοναρχία ήταν αποδεκτή από την πλειοψηφία του ελληνικού λαού και άρα νομιμοποιημένη ως θεσμός στην περίοδο 1946-1965 που προηγήθηκε των Ιουλιανών. Εντούτοις, μέχρι την επιβολή της δικτατορίας (1944-1967) και χωρίς να έχει αποκτήσει ουσιαστικά ποτέ την κοινωνική αποδοχή, η Μοναρχία θα καταλάβει κομβική θέση στην ανασυγκρότηση του αντικομμουνιστικού δεξιού κρατικού μηχανισμού, μαζί με τον Στρατό και την Κυβέρνηση, ιδίως μετά τον θάνατο του Παπάγου. Στην περίοδο 1955-67, περίοδο περιορισμένης αστικής νομιμότητας και «πειθαρχημένης Δημοκρατίας», η θέση της θα είναι αναβαθμισμένη.
Στην μεταπολεμική πολιτική ιστορία της χώρας, δεν έχουν τέλος τα δεινά που έχει επιφέρει στον τόπο το Παλάτι, ανεβοκατεβάζοντας κυβερνήσεις με πραξικοπηματικό τρόπο, προπαρασκευάζοντας μια παλατιανή δικτατορία «των στρατηγών», που απλά «δεν πρόλαβε» και ακόμη, ευλογώντας τη χούντα των συνταγματαρχών, που τελικά επικράτησε τον Απρίλιο του 1967. Ειδικά για την τελευταία φάση της μοναρχίας στην Ελλάδα, δηλαδή την περίοδο μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο, αξίζει μια επιπλέον αναφορά: Στην προεκλογική περίοδο του δημοψηφίσματος του 1974, στα φυλλάδια του αντιμοναρχικού κινήματος γραφόταν: «Εν ονόματι του βασιλέως έγιναν πάνω από 8 χιλιάδες εκτελέσεις των αγωνιστών τη Λαϊκής Αντίστασης και της Δημοκρατίας. Βγήκαν χιλιάδες καταδικαστικές αποφάσεις για πολύχρονη φυλάκιση πατριωτών. Δρούσαν συμμορίες δολοφόνων σ’ όλη τη χώρα. Στερήθηκαν την ελληνική ιθαγένεια και πριν από τη χούντα 22 χιλιάδες Έλληνες. Δεκάδες χιλιάδες δημοκράτες πετάχτηκαν από το στρατό, τα σώματα ασφαλείας, τις δημόσιες υπηρεσίες, απ’ τις εργασίες τους. Εν ονόματι του βασιλέως υπογράφτηκαν οι αποικιακές συμβάσεις με τα ξένα μονοπώλια, πνιγηρή θηλιά στο λαό και στη χώρα. Εν ονόματι του βασιλέως κλείστηκαν υποδουλωτικές συμφωνίες με τους Αμερικανούς και το ΝΑΤΟ για τις βάσεις και το ξεπούλημα της πατρίδας.»

Ε. Οι απαράγραπτες πολιτικές ευθύνες του Κωνσταντίνου Γλύξμπουργκ

Αλλά και οι προσωπικές πολιτικές ευθύνες του Κωνσταντίνου -τις οποίες εδώ και τρεις δεκαετίες μια συστηματική προπαγάνδα επιχειρεί να σβήσει – δεν μπορούν να παραγραφούν. Τον Μάρτιο του 1964, ο Κωνσταντίνος ορκίσθηκε πίστη στο Σύντα­γμα. Τον Ιούλιο του 1965 αποδείχθηκε ο τελευταίος επίορκος. Προχώρησε στο βασιλι­κό πραξικόπημα, ανατρέποντας τη νόμιμη, λαοπρόβλητη κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, που είχε λάβει 52,7% στις εκλογές του 1964.

Με την Αποστασία που – αποδεδειγμένο ιστορικά – οργάνωσε, με τη σημαντική υποστήριξη του αμερικανικού παράγοντα, ποδοπάτησε την εντολή της λαϊ­κής ψήφου. Περιφρόνησε τα δικαιώματα του λαού και άνοιξε τον δρόμο για την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας. Ο ίδιος, έγινε κήρυκας της ακραίας μισαλλοδοξίας, αποκαλώντας, στο πρωτοχρονιάτικο διάγγελμά του 1966, μια μερίδα του ελληνικού λαού «μίασμα». Ο Κωνσταντίνος είναι αυτός που όρκισε την κυβέρνηση των συνταγματαρχών, νομιμοποιώντας την. Ο ίδιος υπέγραψε πάνω από 210 διατάγματα της δικτατορίας. Ο Κωνσταντίνος δήλωνε στη χουντική ηγεσία με κυνισμό: «Είμαι βέβαιος πώς ό,τι εκάνατε, το εκάνατε για να σώσετε τη χώρα!»

Παρά τα όσα υποστηρίζει εκ των υστέρων η φιλομοναρχική προπαγάνδα, ο Κωνσταντίνος διατήρησε ανοικτή επικοινωνία με τους Συνταγματάρχες, σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας. Ο χουντικός Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Κοτσώνης υπήρξε ένας από τους πολλούς μεσολαβητές μεταξύ του και της ηγεσίας της χούντας και εκείνος που διαβίβαζε τα προσωπικά μηνύματα του Παπαδόπουλου και δεχόταν τις απαντήσεις του Κωνσταντίνου.

Επίσης, παρά την αποτυχημένη απόπειρά του κατά της χούντας, με το περίφημο «αντικίνημα» (13/12/1967), εξακολούθησε να εισπράττει τη βασιλική επιχορήγηση, έως το 1973 και επιπλέον απέστειλε στον Γ.Παπαδόπουλο συγχαρητήριο τηλεγράφημα «επί τη διασώσει», μετά την αποτυχημένη απόπειρα εναντίον του από τον Αλέκο Παναγούλη (Αύγουστος 1968).

Το 2006, η εφημερίδα Ελευθεροτυπία δημοσίευσε σημαντικά τεκμήρια που υποστηρίζουν ότι η εικόνα του βασιλέα που δήθεν «μάχεται στην εξορία για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην πατρίδα του και τηρεί εχθρική στάση προς τους πραξικοπηματίες» είναι μύθος. Αντιθέτως, ο Κωνσταντίνος προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τη δικτατορία (Παπαδόπουλο), μέσω του Γερμανού και του Αμερικανού πρέσβη στην Ελλάδα, για να γνωστοποιήσει ότι ήταν πρόθυμος να επιστρέψει άνευ όρων στην Ελλάδα και να συγκυβερνήσει με τους πραξικοπηματίες.

Μετά το δημοψήφισμα, ο Κωνσταντίνος δημοσίως φέρεται να αποδέχθηκε τη λαϊκή ετυμηγορία. Ωστόσο, πολύ πρόσφατα, (19/07/2021), η εφημερίδα Καθημερινή θα αποκαλύψει αδημοσίευτα έγγραφα από το αρχείο Καραμανλή, που αποδεικνύουν ότι ακόμη και στην περίοδο 1975-1978, ο Κωνσταντίνος συνωμοτούσε για την ανατροπή του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή και σχεδίαζε ακόμη και τη δολοφονία του!

Ενδεικτική για τον «φιλελληνισμό» του τέως είναι, τέλος, και η περιπέτεια της λεγόμενης βασιλικής αλλά στην πραγματικότητας δημόσιας περιουσίας. Το 1991, με κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, αποκαλύπτεται ότι η κινητή βασιλική περιουσία που είχε συγκεντρωθεί στο Τατόϊ και ανήκε στο ελληνικό κράτος, φυγαδεύεται μυστικά με κοντέϊνερ στο εξωτερικό. Το 1994, ο Κωνσταντίνος στράφηκε κατά του ελληνικού Δημοσίου απαιτώντας 161,1 εκατομμύρια ευρώ. Η μακρόχρονη δικαστική διαδικασία, θα λήξει οριστικά το 2002 στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο δέχτηκε ότι πρέπει να καταβάλει η ελληνική κυβέρνηση, ως “δίκαιη ικανοποίηση”, στον Γλύξμπουργκ 13,7 εκατομμύρια ευρώ, τα οποία εισπράχθηκαν από τη ΔΟΥ Αχαρνών, τον Μάρτιο του 2003.

ΣΤ. Η έκρηξη των Ιουλιανών του 1965: Ιστορική χρεωκοπία της Μοναρχίας

Σύμφωνα με όσα έχουν ήδη ειπωθεί, είναι φανερό ότι η ανάδειξη του «καθεστωτικού» προβλήματος σε κεντρικό πολιτικό ζήτημα, το 1965 δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Συνοπτικά, στην προδικτατορική περίοδο, η Mοναρχία ως πόλος εξουσίας και ως θεσμός του μετεμφυλιακού Kράτους, εμπεδωμένη σε συνθήκες εμφυλίου και καταστολής, ταυτισμένη με μια συγκεκριμένη πολιτική παράταξη, δεν έγινε ποτέ αποδεκτή από τον ελληνικό λαό, ανεξάρτητα από το αν η πολιτική του ηγεσία (EΔA, Ένωση Kέντρου) έθεσε θέμα καθεστωτικού. Τον Ιούλιο του 1965, η πολιτική κρίση προκλήθηκε, όχι από μια φαινομενικά «μακρινή» σύγκρουση, αλλά από την πλέον κεντρική και πολιτική που θα μπορούσε να υπάρξει: τη θέση του στρατού στη μετεμφυλιακή δομή της εξουσίας και τον έλεγχό του από τη Μοναρχία ή την κυβέρνηση· ταυτόχρονα, τη θέση της ίδιας της Μοναρχίας ως πόλου εξουσίας. Ο 25χρονος Βασιλέας, θα εξαναγκάσει ωμά τον νόμιμο πρωθυπουργό της χώρας, τον υπέργηρο Γ.Παπανδρέου και την κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου σε παραίτηση.

Η πράξη αυτή θα πυροδοτήσει μια πρωτοφανή κοινωνική έκρηξη διαμαρτυρίας, τα Ιουλιανά. Ως αποτέλεσμα του βασιλικού πραξικοπήματος, η πόλωση της πολιτικής σκηνής, που έχει προϋπάρξει σε ολόκληρη την προδικτατορική περίοδο, φτάνει στο ανώτατο όριό της. H περίοδος των δύο χρόνων που ακολουθεί, από τον Iούλιο του 1965 έως την επιβολή της δικτατορίας τον Aπρίλιο του 1967, είναι περίοδος, κυριολεκτικά, διχοτόμησης της πολιτικής σκηνής. Aπό τη μια πλευρά στέκει η Μοναρχία, που ταυτίζεται με τη δεξιά και επαναφέρει αυθόρμητα στη μνήμη την εμφυλιακή εικόνα του «μοναρχοφασισμού».

H ανοικτή αμφισβήτηση του ρόλου και της θέσης της Mοναρχίας μέσα στη δομή του κράτους και η κατά μέτωπο ρήξη των κυριαρχούμενων τάξεων με αυτήν, είναι το ουσιαστικό ζήτημα που τίθεται στα Iουλιανά. Tο βασιλικό πραξικόπημα είναι η «ρωγμή» μέσα από την οποία θα «παρεισφρύσει» η συσσωρευμένη λαϊκή αγανάκτηση και η αφορμή για να εκδηλωθεί η ανεξέλεγκτη λαϊκή δυναμική. Πράγματι, με τα Iουλιανά έρχεται στην επιφάνεια ολοκάθαρα η αδυναμία των κορυφών της αστικής πολιτικής να διατηρήσουν αναλλοίωτη την κυριαρχία που εδραίωσαν μετά τη συντριβή της αριστεράς στον εμφύλιο.

Mε άλλα λόγια, αν και τα Iουλιανά θα ξαναθέσουν αντικειμενικά το θέμα της Mοναρχίας στο επίκεντρο της πολιτικής διαμάχης, το πρόβλημα απονομιμοποίησης της Mοναρχίας είναι ευρύτερο των Iουλιανών. Tο φαινόμενο της απονομιμοποίησης ποτέ δεν είναι φυσικά προϊόν μιας στιγμής, αλλά πάντοτε αποτέλεσμα μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου.

Tο ’65, με αιχμή τη Mοναρχία, οξύνεται σημαντικά το γενικότερο πρόβλημα «νομιμοποίησης» και συναινετικής αναπαραγωγής του μετεμφυλιακού Kράτους και της δομής του. Πρόβλημα που έχει αρχίσει να αναδύεται εκ νέου ήδη από το 1961. Οι εκλογές «βίας και νοθείας» του 1961 έχουν λειτουργήσει απονομιμοποιητικά για το μετεμφυλιακό Kράτος και τους πολιτικούς φορείς, τη Δεξιά και τη Mοναρχία. H κρίση του ελληνικού μετεμφυλιακού κοινοβουλευτισμού έχει ανοίξει με εκείνες τις εκλογές και, κυρίως, με τις μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις του «Aνένδοτου» που θα ακολουθήσουν. Eξαιτίας της απρόσμενης λαϊκής παρέμβασης στα Ιουλιανά, η ρήξη κοινοβουλευτισμού/Mοναρχίας δεν θα επιλυθεί κοινοβουλευτικά. Θα μετατραπεί (εσωτερικευτεί) σε πραγματική κρίση των πόλων εξουσίας – ενδοκρατική κρίση, σε ανοικτή κρίση και απονομιμοποίηση της Mοναρχίας, ικανή να οδηγήσει στην ανατροπή της. H μετεμφυλιακή δομή της εξουσίας έχει χρεωκοπήσει. Ο εκσυγχρονισμός της, από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, θα πρέπει να περιμένει μέχρι τη Μεταπολίτευση.

Συμπερασματικά, ο πραγματικός πολιτικός θάνατος της ελληνικής Μοναρχίας είχε επέλθει, πολύ νωρίτερα από το Δημοψήφισμα του 1974. Το τελευταίο, έβαλε την «ταφόπλακα» στη δυναστεία των Γλύξμπουργκ και σηματοδότησε την τυπική κατάργησή της.

Θέλεις να μαθαίνεις για τις δράσεις του ΜεΡΑ25; Γράψου εδώ.

Μετάβαση στο περιεχόμενο