Η διαφάνεια είναι αναντίρρητα θέμα ποιότητας της δημοκρατίας και όταν η κυβέρνηση κωφεύει συστηματικά στις εκκλήσεις δημοσιοποίησης ιδιαίτερα των οικονομικών πεπραγμένων της θα πρέπει να αναζητηθούν εναλλακτικοί τρόποι προς ενημέρωση της κοινωνίας των πολιτών. Σε κλασικό παράδειγμα αδιαφανούς διαδικασίας έχει εξελιχθεί πλέον η λίστα Πέτσα, τόσο από την άποψη της επιλογής των μέσων που επιλέχθηκε να χρηματοδοτηθούν, όσο και των κριτηρίων για το ύψος του ποσού που έλαβε το καθένα από αυτά. Ο διευθυντής του Vouliwatch, Στέφανος Λουκόπουλος, εξηγεί στο Στίγμα της ΜέΡΑς όλες τις ενέργειες στις οποίες προέβη, ώστε τελικά η διαδικασία με την οποία χρηματοδοτήθηκαν τόσα ΜΜΕ εν μέσω πανδημίας για ένα κοινωνικό μήνυμα να έρθει επιτέλους κάποια στιγμή στο φως:
Ασχοληθήκαμε με το θέμα της λίστας Πέτσα διότι μας προξένησε μεγάλη απορία ο τρόπος με τον οποίο διαμοιράστηκε δημόσιο χρήμα στα ΜΜΕ. Από τη δημοσίευση της πρώτης λίστας κατέστη προφανές ότι δόθηκαν χρήματα σε μέσα που δεν υπάρχουν, σε άλλα που έκλεισαν και σε κάθε περίπτωση η αναλογία με την οποία μοιράστηκαν δεν είχε κάποια λογική. Άλλο ένα γεγονός που μας έκανε να κυνηγήσουμε αυτήν την υπόθεση ήταν ότι επιλέχθηκε να μοιραστεί αυτό το δημόσιο χρήμα μέσω μιας ιδιωτικής εταιρείας, της Initiative Media. Με αυτόν τον τρόπο, η Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης απέφυγε ουσιαστικά τη διαδικασία της Διαύγειας.
Τον Ιούνιο του 2020, επικαλούμενοι το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των πολιτών για ελεύθερη πρόσβαση στη δημόσια πληροφορία υποβάλαμε ένα αίτημα κατάθεσης εγγράφων προς τη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης ζητώντας τα κριτήρια με τα οποία δόθηκαν αυτά τα ποσά.
Στις 29 Ιουλίου του 2020 έληξε η προθεσμία που προβλέπει ο νόμος για την απάντηση και έτσι προσφύγαμε στην Εθνική Αρχή Διαφάνειας (ΕΑΔ), η οποία είναι υποχρεωμένη να διαμεσολαβεί βάσει νόμου για αιτήματα πολιτών στα οποία δεν ανταποκρίνεται η Δημόσια Διοίκηση. Παρ’ όλα αυτά, το Σεπτέμβριο του 2020 λάβαμε από την ΕΑΔ μια ενημέρωση που δήλωνε αβάσιμα ότι είναι αναρμόδια για μια τέτοια διαδικασία.
Εντωμεταξύ, στη Βουλή είχε ψηφιστεί ήδη μια Ευρωπαϊκή Οδηγία που ξεκαθάριζε αυτό το πλαίσιο και ανέφερε ότι η ΕΑΔ μπορεί να ασχολείται με αυτές τις περιπτώσεις. Κατά συνέπεια, τον Οκτώβριο του 2020 καταθέσαμε εκ νέου αίτημα ζητώντας συγκεκριμένα τον απολογισμό της καμπάνιας, καθώς και τα κριτήριά της. Το Νοέμβριο του 2020 λάβαμε μια δεύτερη σιωπηρή απόρριψη από τη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης, με την έννοια ότι δεν λάβαμε καμία απάντηση, και έτσι προσφύγαμε και πάλι στην ΕΑΔ, η οποία αυτή τη φορά δεν επικαλέστηκε έωλα νομικά επιχειρήματα, απλά δεν απάντησε. Αυτό πλέον δεν μας άφησε άλλα περιθώρια από το να κινηθούμε νομικά και καταθέσαμε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, το οποίο όρισε σύντομα τη δικάσιμο που έλαβε χώρα την Πέμπτη, 21 Οκτωβρίου του 2021 και εντός του επόμενου εξαμήνου αναμένουμε την οριστική απόφαση. Αυτή η απόφαση ουσιαστικά θα αναγκάσει την ΕΑΔ να πάρει τα στοιχεία που ζητάμε από τη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης.
Η όλη διαδικασία είναι και χρονοβόρα και κοστοβόρα. Κανονικά δεν θα έπρεπε, γιατί ο νόμος υποχρεώνει να υπάρξει απάντηση εντός 20 ημερών. Η τακτική που ακολουθήθηκε ήταν για να καθυστερήσουν τη διαδικασία, αλλά κυρίως για να μας αποθαρρύνουν. Η συμπεριφορά αυτή, με την απαξίωση των νόμων και την έλλειψη λογοδοσίας που τη χαρακτηρίζει, αναδεικνύει μια προβληματική Δημοκρατία. Σε κάθε περίπτωση όμως, εμείς σαν οργανισμός που ασχολείται με θέματα διαφάνειας δεν το βάζουμε κάτω, ακόμη κι αν έχει ξεθυμάνει κάποιο θέμα από άλλα γεγονότα της εκάστοτε επικαιρότητας.
Ακούστε ολόκληρη τη συνέντευξη εδώ:
Θέλεις να μαθαίνεις για τις δράσεις του ΜεΡΑ25; Γράψου εδώ.