«Οι αγώνες που έρχονται θα είναι νικηφόροι» – Ο Σεραφείμ Σεφεριάδης στο αντιπολεμικό διήμερο στα Χανιά

Δραστηριότητα
21 Μάι, 2024
Στο 21ο Αντιπολεμικό Διήμερο που έγινε στα Χανιά, στις 17 και 18 Μαΐου 2024, ήταν καλεσμένος ο Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge (CLH) και Διευθυντής του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής (https://lcp.panteion.gr/).Ο υποψήφιος ευρωβουλευτής της ενωτικής πρωτοβουλίας ΜέΡΑ25 | Ανατρεπτική Οικολογική Αριστερά, στην εισήγησή του αναφέρθηκε στις νεολαιίστικες κινητοποιήσεις και τον κρίσιμο πολιτικό τους ορίζοντα, τονίζοντας μεταξύ άλλων πως παρά την γενική πολιτική κατήφεια, συντελείται μια ευρύτατη κοινωνική ζύμωση, με εκατοντάδες χιλιάδες που αναζητούν τρόπους ουσιαστικής πολιτικής έκφρασης ενώ επεσήμανε πως η καταστολή αρχίζει να γίνεται τόσο ενδημική ακριβώς διότι το σύστημα βρίσκεται σε βαθιά, οργανική κρίση.

Το Αντιπολεμικό Διήμερο στα Χανιά –φέτος το 21ο– είναι ένας θεσμός πολύτιμος –ένας θεσμός του είδους εκείνου που ίσως περισσότερο από ποτέ η νεολαία και τα λαϊκά στρώματα χρειάζονται.

Οι συναντήσεις αυτής της χρονιάς διεξάγονται σε μια –από κάθε άποψη κρίσιμη– περίοδο. Είναι μια περίοδος που, καθώς οι συστημικές αντιφάσεις και τα αδιέξοδα εντείνονται (και ας λέγονται τόσα ξεδιάντροπα ψέματα περί του αντιθέτου από τα χειραγωγούμενα ΜΜΕ στην Ελλάδα και διεθνώς), βλέπουμε και πάλι –όπως ποτέ στο πρόσφατο παρελθόν– το φάσμα του πολέμου σε όλη του τη φρίκη. Έχουμε μάλιστα όχι έναν, αλλά πολλούς πολέμους σε μια προοπτική περαιτέρω εξάπλωσης και επίτασής τους. Και μια και πηγαίνουμε σε ευρωεκλογές, ας αναλογιστούμε ότι αυτό ακριβώς είναι και το νέο πανευρωπαϊκό σχέδιο, όπως πρόσφατα το περιέγραψε ο ανεκδιήγητος Σαρλ Μισέλ, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, που δήλωσε ότι γενική κατεύθυνση και πολιτική προτεραιότητα της ΕΕ είναι οι επενδύσεις στην πολεμική βιομηχανία (επενδύσεις, δηλαδή, που για να αξιοποιηθούν προϋποθέτουν την επέκταση των εμπόλεμων ζωνών).

Βλέπουμε επίσης –κυρίως και απολύτως δραματικά– τη συνεχιζόμενη γενοκτονία στη Γάζα· γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες σε ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, μιας ανθρωπότητας που, όταν επιχειρεί να αντιδράσει, βρίσκεται αντιμέτωπη όχι απλώς με περαιτέρω συρρίκνωση της ανάπηρης δημοκρατίας των τελευταίων δεκαετιών, αλλά με ωμή βία. Κορυφαίο στοιχείο αυτής της πραγματικότητας είναι βέβαια η σκληρή καταστολή με την οποία αντιμετωπίστηκαν και εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται οι πράγματι μεγαλειώδεις φοιτητικές εξεγέρσεις πρώτα στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη συνέχεια στην Ευρώπη: προπηλακισμοί, συλλήψεις, διώξεις απίστευτης έντασης.

Παρόμοια άλλωστε έγιναν και στην Ελλάδα: είχαμε την έφοδο της Αστυνομίας στη συμβολική κατάληψη της Νομικής Αθήνας και στη συνέχεια τη μεταγωγή 8 γυναικών στο κέντρο κράτησης αλλοδαπών στην Αμυγδαλέζα· είχαμε το περιστατικό στο Ρέθυμνο, όταν η αστυνομία έκανε έφοδο σε σπίτι φοιτήτριας για να ανακαλύψει ποιος έγραψε συνθήματα υπέρ της Παλαιστίνης στους τοίχους της πόλης, ενώ στην Πάτρα φοιτητές και φοιτήτριες αποκλείστηκαν από την επόμενη εξεταστική επειδή είχαν συμμετάσχει στις πρόσφατες καταλήψεις ασκώντας το δημοκρατικό τους δικαίωμα και εφαρμόζοντας τις αποφάσεις των συλλόγων τους.

Τα περιστατικά είναι γνωστά, αλλά τα αναφέρω διότι στις πρακτικές αυτές καθρεφτίζεται το πραγματικό πρόσωπο της εξουσίας στην Ελλάδα και διεθνώς: το τι προτίθεται και είναι διατεθειμένη να κάνει. Είναι μια πραγματικότητα σε κοινή πλέον θέα, κάτι που όλες και όλοι μπορούν να δουν –όπως άλλωστε σε κοινή θέα είναι και η γενοκτονία που η κυβέρνηση και η ΕΕ υπερασπίζονται, απογειώνοντας ταυτόχρονα και μια αγαπημένη τους πρακτική, την παραχάραξη –κυριολεκτικά το βιασμό– της γλώσσας και των νοημάτων (εν προκειμένω μέσα από την ταύτιση της αντίστασης στη γενοκτονία με τον αντισημιτισμό).

Είναι ακριβώς στο σημείο αυτό, στο σημείο που συναντιούνται από τη μια το απεχθές –κατά περίπτωση εγκληματικό– πρόσωπο της εξουσίας και από την άλλη οι φοιτητικές και νεολαιίστικές αντιστάσεις, που πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας.

Αυτό επιχειρώ και εγώ, αναφερόμενος σε τρία πράγματα: πρώτα (Ι) στο τι δείχνουν οι φοιτητικές και νεολαιίστικες κινητοποιήσεις (τόσο διεθνώς όσο και στα καθ’ ημάς), στη συνέχεια (ΙΙ) θα καταθέσω προβληματισμό για το τι πρέπει να περιμένουμε το επόμενο διάστημα, και θα καταλήξω (ΙΙΙ) ίσως με το ποιο κρίσιμο: το τι πρέπει να κάνουμε, τι καθήκοντα μας προκύπτουν υπό το φως της εμπειρίας, τόσο της πρόσφατης όσο και της πιο απώτερης.

Ι

Ποιο στοιχείο είναι λοιπόν εντυπωσιακό –ίσως και άκρως εντυπωσιακό– από τις πρόσφατες κινητοποιήσεις; Μα, θα έλεγα, η ίδια τους η εκδήλωση, η ένταση και το βάθος τους (όσο και αν μερικοί πασχίζουν να τις υποτιμήσουν). Κι αυτό στο οποίο κυρίως αναφέρομαι χαρακτηρίζεται από μια παγκοσμιότητα που, όποτε εμφανίζεται, πρέπει να ξέρουμε ότι κάτι βαθύτερο κυοφορείται, κάτι βαθύτερο βρίσκεται σε εξέλιξη. Εννοώ πως οι διαπιστώσεις μας για το εύρος και την ένταση των κινητοποιήσεων δεν αφορούν μόνο την Ελλάδα των δίμηνων καταλήψεων ή την Ευρώπη που έχει αρχίσει κι αυτή να κινείται, αφορούν και τις ίδιες τις ΗΠΑ. Και προκύπτει εδώ το εξής ρητορικό ερώτημα: Ποιος φορέας της λογικής «τίποτα δε γίνεται» και ότι «η νεολαία είναι παθητική και αδιάφορη» θα περίμενε αυτό το ξέσπασμα πριν λίγους μήνες; Η απάντηση είναι εύκολη (γι’ αυτό άλλωστε και χαρακτήρισα το ερώτημα «ρητορικό»): κανένας!

Τι δείχνει λοιπόν αυτή η πραγματικότητα; Δείχνει κάτι πολύ απλό στο οποίο πάρα πολύ συχνά αναφέρομαι δημόσια όταν έχω την ευκαιρία: ότι παρά τη γενικευμένη κατήφεια, το ζόφο και την απαξίωση της κεντρικής πολιτικής και την άνοδο της ακροδεξιάς (που είναι όλα φαινόμενα με αιτίες όχι κοινωνικές αλλά πολιτικές –την ανεπάρκεια και στη συνέχεια την υποταγή της κατ’ όνομα Αριστεράς που στην Ελλάδα βιώνουμε από τον Ιούλιο του 2015), παρά λοιπόν το γεγονός αυτό, έχουμε διαρκείς μοριακές διεργασίες στη νεολαία (και όχι μόνο στη νεολαία): μια ευρύτατη κοινωνική ζύμωση, με εκατοντάδες χιλιάδες που αναζητούν τρόπους ουσιαστικής πολιτικής έκφρασης.

Είναι βέβαια μια διαδικασία σε μεγάλο βαθμό βουβή και αδιόρατη. Γι’ αυτό και η έκπληξη όταν κάποια στιγμή και με κάποια ειδική αιτία (είτε είναι ο Νόμος Πιερρακάκη, είτε είναι η γενοκτονία στη Γάζα) τα αποτελέσματά της εκδηλώνονται –και πρέπει να ξέρουμε ότι τέτοιες ειδικές αιτίες και έχουμε, και θα συνεχίσουμε να έχουμε πολλές, γιατί όπως μόλις έλεγα οι καταβολές τους είναι συστημικές: παραπέμπουν στο μπρεχτικό Τρόμο και Αθλιότητα. Αυτό με πάει στο δεύτερο σκέλος όσων θέλω να πω, στο τι έρχεται –όμως πριν θέλω να τονίσω κάτι που ήδη υπαινίχτηκα:

  • αφενός ότι η λεγόμενη δεξιά (ή και ακροδεξιά) ηγεμονία της περιόδου είναι μεν υπαρκτή, είναι όμως και περισσότερο ρηχή από όσο δείχνει και
  • αφετέρου ότι δεν αντανακλά κάποια γονιδιακή αντιδραστικότητα της κοινωνίας (προπαντός της νεολαίας), αλλά την ανεπάρκεια όσων αντιποιήθηκαν και χωρίς ντροπή εξακολουθούν –με «νέους» τρόπους– να αντιποιούνται το όνομα και τα σύμβολα της Αριστεράς.

Να το θέσω λοιπόν ρητά, ότι το πρόβλημά μας δεν είναι πρόβλημα κοινωνίας είναι πρόβλημα πολιτικής.

Ας πάμε όμως τώρα σ’ αυτό που λέμε προοπτικές, στο τι πρέπει να περιμένουμε.

ΙΙ

Το στοιχείο που πριν και πάνω απ’ όλα πρέπει εδώ να τονιστεί είναι ότι η καταστολή αρχίζει να γίνεται τόσο ενδημική ακριβώς διότι το σύστημα βρίσκεται σε βαθιά, οργανική κρίση. Είναι βέβαια γεγονός ότι η καταστολή που βλέπουμε τις μέρες μας ενάντια στη νεολαία είναι, ως επί το πλείστον, αυτό που λέμε ανακλαστική (έρχεται δηλαδή για να περιορίσει ένα υπαρκτό κινηματικό ξέσπασμα μετά ή κατά τη διάρκεια της εκδήλωσής του). Όμως καθώς οι κυρίαρχοι γνωρίζουν πως δεν έχουν τίποτα να προσφέρουν στη νεολαία και στους εργαζόμενους πέρα από φτώχεια και εξακολουθητική ανασφάλεια, ξέρουν επίσης πως χρειάζονται μια καταστολή ολοένα και περισσότερο προληπτική: μια καταστολή που, όπως λέμε οι πολιτικοί επιστήμονες, αποσκοπεί στο να ανεβάσει το «κόστος συμμετοχής» σε διεκδικητικές συλλογικές δράσεις και που, ενσπείροντας τον τρόμο, θα αποτρέψει την εκδήλωση των κοινωνικών αντιστάσεων.

Αυτό είναι που νομίζω εξηγεί και την απίστευτη βία της τελευταίας περιόδου στις κινητοποιήσεις ενάντια στη γενοκτονία στη Γάζα –και είναι κάτι που πρέπει να ξέρουμε ότι θα ενταθεί. Συνάγεται πως θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι και να το αντιμετωπίσουμε.

Δε μπορώ όμως στο πλαίσιο αυτής της τελευταίας σκέψης να μην επισημάνω και κάτι που, ενώ σε πρώτο χρόνο αφορά τους αγώνες των φοιτητών στις ΗΠΑ, δείχνει και το δικό μας μέλλον σε ένα καθεστώς ιδιωτικοποιημένης ανώτατης Παιδείας, ένα καθεστώς που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υλοποιηθεί. Ας το σκεφτούμε. Ποιο ήταν το βασικό αίτημα των φοιτητικών κινητοποιήσεων στις ΗΠΑ; Ήταν να σταματήσει η συνεργασία των κατά βάση ιδιωτικών πανεπιστημίων τους με εταιρείες που εμπλέκονται στον εξοπλισμό του ισραηλινού στρατού. Όπως είναι φυσικό, οι εταιρείες αρνούνται μια τέτοια προοπτική, πιέζουν τις διοικήσεις και οι τελευταίες (παρότι τα πανεπιστήμια για τα οποία μιλούμε δεν είναι ακριβώς ιδιωτικά –έχουν πολλούς δημόσιους πόρους) υποτάσσονται. Αυτό λοιπόν θεωρείται πρόοδος στο νεοφιλελεύθερο σκεπτικό, κάπως έτσι γίνεται αντιληπτή η ελευθερία λόγου: Να φταρνίζεται ο ιδιώτης επενδυτής (τον οποίο τα πανεπιστήμια χρειάζονται προκειμένου να λειτουργήσουν) και οι ακαδημαϊκοί δρώντες να παθαίνουν πνευμονία! Και να επαναλάβω ότι Πανεπιστήμια όπως το Columbia (και το ξέρω διότι είμαι διδάκτορας του πανεπιστημίου αυτού) εξαρτούν μικρό μόνο μέρος της λειτουργίας τους στα συμφέροντα αυτά. Και όμως, αυτή η ανεκδιήγητη πρόεδρός του κάλεσε την αστυνομία που μπήκε στο χώρο του πανεπιστημίου με κλομπ και πυροβόλα όπλα! Φανταστείτε τι θα γινόταν σε ένα ελληνικό ίδρυμα που, σε αντίθεση με τα μεγάλα Πανεπιστήμια των ΗΠΑ θα βρισκόταν εξ ολοκλήρου στα χέρια ευκαιριακών κερδοσκόπων. Ούτε σκέψη όχι για αντίσταση, ούτε σκέψη για βήχα.

Αυτό είναι ένα μόνο στοιχείο σ’ αυτήν τη δραματική αθλιότητα: το γεγονός ότι οι νέες διοικήσεις των Πανεπιστημίων, έτσι όπως τις οραματίζεται και τις απεργάζεται ο Νόμος Πιερρακάκη, θα είναι δέσμιες αδίστακτων κερδοσκόπων που θα εννοούν την ακαδημαϊκή λειτουργία ακριβώς όπως εννοούν και άλλα δημόσια αγαθά –όπως εννοούν την ενημέρωση, την υγεία, ή την ενέργεια: θα την εννοούν ως πηγή πλουτισμού ανεξαρτήτως συνεπειών, και γαία πυρί μιχθήτω!

Ένα δεύτερο στοιχείο του δράματος είναι ακόμα πιο συγκεκριμένο, σχετίζεται ακόμα πιο άμεσα με την ακαδημαϊκή ελευθερία. Είναι το γεγονός ότι δεν απειλήθηκαν με πειθαρχικές διώξεις και αποβολή-διαγραφή μόνο φοιτητές και φοιτήτριες που συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις, απειλήθηκαν με απόλυση και διδάσκοντες, σεβάσμιοι κατά τα άλλα καθηγητές! Έτσι απλά, έτσι απίστευτα. Και φανταστείτε το: φανταστείτε τη συμπεριφορά μιας διοίκησης (και πάλι, έτσι όπως τις απεργάζεται ο Νόμος Πιερρακάκη) απέναντι σε κάποιο μέλος ΔΕΠ που θα πρωτοστατούσε σε κινηματικές δράσεις. Θα απειλούνταν είτε με απόλυση είτε –στο ηπιότερο– με δραστική περικοπή μισθού. Άλλωστε η πρόεδρος του Columbia το είχε κάνει στο LSE που διοικούσε παλαιότερα: είχε περικόψει κατά 50% το μισθό όσων μελών ΔΕΠ είχαν συμμετάσχει σε απεργιακές κινητοποιήσεις. Να λοιπόν και πάλι πώς εννοείται η ακαδημαϊκή ελευθερία στον ιδιωτικοποιημένο παράδεισο! Εννοείται ως απόλυτη υποταγή στα κελεύσματα μιας κερδοσκοπικής ολιγαρχίας που –ο καθένας μπορεί να το καταλάβει– χρειάζεται και ως εκ τούτου βασίζεται σε ολοένα και περισσότερο προληπτική καταστολή.

Και αυτή η καταστολή μαζί με τα διάφορα ρητορικά τερτίπια που εμφανίζονται για να την νομιμοποιήσουν (λ.χ. ο επιλεκτικός «σεβασμός στη νομιμότητα») είναι το τρίτο και πιο ορατό σημείο του δράματος. Αποτελούν την επιτομή του σκεπτικού που συνέχει την κάθε προσπάθεια ιδιωτικοποίησης που δεν είναι παρά ο φρονηματισμός στα συμφέροντα του εκάστοτε ιδιώτη κερδοσκόπου. Στα καθ’ ημάς αυτό ακριβώς απεργάζεται η Πανεπιστημιακή Αστυνομία, εκεί θέλει να μας οδηγήσει, να διαμορφώσει ένα τοπίο πνευματικού νεκροταφείου. Και να πω με την ευκαιρία ότι τέτοια πνευματικά πτώματα είναι και όσοι πρόθυμα στελεχώνουν ή συντρέχουν (με πράξεις ή παραλήψεις) αυτό το εγχείρημα από το εσωτερικό του πανεπιστημιακού χώρου –κι αυτό το λέω, όχι τόσο ως πολιτικός δρών όσο ως ενεργός πανεπιστημιακός.

Είναι ένα πράγματι εφιαλτικό σχέδιο, κάτι που πράγματι δεν πρέπει να υλοποιηθεί όπως γλαφυρά το συμπυκνώνει και το σύνθημα του διημέρου: Όχι στα ιδιωτικά πανεπιστήμια! Αγώνας μέχρι τέλους για τη δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση! Αυτό σημαίνει πως, όχι μόνο τίποτα δεν τελείωσε με την ψήφιση του Νόμου Πιερρακάκη, αλλά και ότι έχουμε μπροστά μας μεγάλους αγώνες που, όταν θα ξεσπάσουν, θα πρέπει –ως φοιτητικό-πανεκπαιδευτικό αλλά και ως ευρύτερο κοινωνικό κίνημα– να ξέρουμε πώς θα τους διεξαγάγουμε. Με μερικές σκέψεις πάνω σ’ αυτό το απολύτως κεντρικό ζήτημα θα καταλήξω.

ΙΙΙ

Και να πω αμέσως κάτι λίγο δυσάρεστο: Ότι και εμείς οι ίδιοι γινόμαστε καμιά φορά θύματα της προπαγάνδας που λέει ότι για τις ήττες που έχει υποστεί τα τελευταία χρόνια το λαϊκό και νεολαιίστικο κίνημα φταίει το ίδιο το κίνημα και η κοινωνία –η κοινωνία που κάθεται δήθεν στον καναπέ και είναι αντιδραστική και αδιάφορη– και δεν φταίνε οι καριερίστες πολιτικοί που πρόδωσαν τους αγώνες της. Εκείνοι δηλαδή, που

  • μετέτρεψαν το μεγαλειώδες ΟΧΙ του δημοψηφίσματος σε ΝΑΙ
  • ψήφισαν Μνημόνια
  • παρέδωσαν την περιουσία του Δημοσίου σε αδιαφανή funds
  • θεσμοθέτησαν το καρτέλ Ενέργειας
  • και τόσα άλλα ως ουκ εστί αριθμός

διότι, λέει, η ρήξη ήταν/είναι αυταπάτη, και που, παρ’ όλα αυτά, επανέρχονται σήμερα για να μας κουνήσουν το δάχτυλο ως νέοι αριστεροί –κάτι σαν γενίτσαροι με αμνησία ή –ίσως– πρώιμη άνοια …

Πέφτοντας όμως στη νοηματική παγίδα της υποτίμησης του καταστρεπτικού ρόλου που διαδραμάτισε αυτό το πολιτικό προσωπικό, παραμελούμε

  • και ό,τι και πριν ανέφερα (ότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε δεν είναι πρόβλημα κοινωνίας, αλλά πρόβλημα πολιτικής)
  • και ότι βασικός τομέας προβληματισμού για το παρόν και το μέλλον μας πρέπει να είναι το πώς οι αγώνες που αναπόφευκτα θα ξεσπάσουν το επόμενο διάστημα θα είναι νικηφόροι.

Η εμπειρία του διμήνου των καταλήψεων είναι νομίζω στον τομέα αυτό αποκαλυπτική. Το φοιτητικό κίνημα πέτυχε έναν πρωτόγνωρο συντονισμό με μαζικές γενικές συνελεύσεις που με τη δυναμική τους ενέπνευσαν και πολλούς συλλόγους διδασκόντων οι οποίοι κατάφεραν –τουλάχιστον κάποιοι απ’ αυτούς (όπως ο δικός μας στο Πάντειο)– να συμπαρασύρουν και Πρυτανικές Αρχές.

Λιγότερο εντυπωσιακός ήταν όμως ο απολογισμός ως προς τον ευρύτερο –και εξαιρετικά κρίσιμο– στόχο του ανοίγματος του κινήματος στην κοινωνία –και πάλι με ευθύνη κομμάτων και τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων (το ΠΑΜΕ, λ.χ., προκήρυξε απεργία τέλη Φλεβάρη, ενώ η ΓΣΕΕ στις 17 Απριλίου –που πάλι καλά που δεν περίμενε να την προκηρύξει το δεκαπενταύγουστο!). Αυτή ήταν όμως μια συγκυρία που σε δράσεις και αναβρασμό βρίσκονταν όχι μόνο οι αγρότες, αλλά και οι υγειονομικοί με την ευρύτερη κοινωνία να παρακολουθεί αγωνιώντας για την έκβαση των αγώνων. Αν ο συντονισμός και η κλιμάκωση επιτυγχανόταν εκείνη τη στιγμή (στις αρχές Φλεβάρη), τα ισοζύγια θα μπορούσαν να αλλάξουν. Έτσι άλλωστε γίνεται πάντα: είναι ο συντονισμός και η έλλογη στρατηγική κλιμάκωση που μπορούν να φέρουν αποτελέσματα. Η ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος κατακλύζεται από αυτήν την εμπειρία, και είναι μια εμπειρία που πρέπει να την αξιοποιήσουμε.

Λέγοντας όμως –και με αυτό θα σας αφήσω– ότι για να νικήσουν οι αγώνες που αναπόφευκτα θα ξεσπάσουν στο μέλλον χρειάζεται συντονισμός και κλιμάκωση, δε λέμε κάτι απλώς τεχνικό, λέμε κάτι που είναι βαθιά πολιτικό. Και να θυμίσω εδώ ότι η Αριστερά –η πραγματική, ή σοβαρή Αριστερά (που για να είναι σοβαρή πρέπει, ιδιαίτερα στις μέρες μας να είναι ανατρεπτική) ήρθε στο προσκήνιο της ιστορίας για να επιτελέσει αυτήν πρώτιστα τη λειτουργία: να εισφέρει ένα αξιόπιστο και αποτελεσματικό πρόγραμμα πάλης που αποτελεί προϋπόθεση για να βρουν πολιτική έκφραση οι αγώνες των υποτελών. Και αυτό είναι το βασικό κριτήριο της σοβαρότητάς της, κάτι με το οποίο μπορούμε να αξιολογούμε όλους όσους σήμερα καμώνονται τον Αριστερό (και τέτοιοι είναι δυστυχώς πολλοί): έχουν κάτι χρήσιμο να πουν για το πώς πρέπει να διεξαχθούν οι αγώνες που θα ξεσπάσουν ή όχι; Αν όχι, στην καλύτερη περίπτωση απλώς φαντάζονται ότι είναι αριστεροί και στη χειρότερη μας κοροϊδεύουν.

Αλλά, κλείνοντας, επιτρέψτε μου να μείνω στο βασικό συμπέρασμα, στη βασική προοπτική που είναι διττή:

  • αφενός ότι στον πράγματι υπαρκτό ζόφο των ημερών ανοίγεται και πάλι δυναμικά η ελπίδα της αντίστασης, και
  • αφετέρου ότι οι διεργασίες που πριν χαρακτήρισα μοριακές, αρχίζουν να αφήνουν αποτύπωμα. Είναι στο χέρι μας αυτό το αποτύπωμα να το κάνουμε εφαλτήριο για τις ευρύτερες πολιτικές ανακατατάξεις που χρειαζόμαστε.

 

Θέλεις να μαθαίνεις για τις δράσεις του ΜεΡΑ25; Γράψου εδώ.

Μετάβαση στο περιεχόμενο