Νομοσχέδιο Κεραμέως: Από καθ’ έδρας επίθεση εναντίον του Δημόσιου Πανεπιστημίου

Ανακοινώσεις ΜέΡΑ25
04 Ιούλ, 2022

Η κυβέρνηση της ΝΔ ξεκίνησε τον βίο της το 2019 με την κατάργηση του ασύλου στα Πανεπιστήμια, και τώρα, προς το τέλος της θητείας της, καταθέτει ένα σχέδιο νόμου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, το οποίο έχει ήδη προκαλέσει σωρεία αντιδράσεων και διαμαρτυριών από όλους τους φορείς της πανεπιστημιακής κοινότητας. Οι κυβερνητικές πλειοψηφίες απολαμβάνουν το συνταγματικό δικαίωμα της προώθησης του προγράμματός τους στους διάφορους τομείς πολιτικής. Η σημασία όμως των ζητημάτων της παιδείας υπερβαίνει κατά πολύ τις επιλογές ενός μόνο κόμματος. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη όμως παρόλες τις εξαγγελίες και τα ευχολόγια δεν αντιμετωπίζει την παιδεία ως κοινωνικό αγαθό και την πολιτική για την παιδεία ως πολιτική που να χρήζει ευρύτερων συναινέσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου ήρθε σε μια περίοδο που η κυβέρνηση έστησε εσκεμμένα ένα σκηνικό έντασης με την εισβολή των ΜΑΤ στο ΑΠΘ, την απροκάλυπτη καταστολή επί μέρες και τις δολοφονικές ακόμα επιθέσεις εναντίον φοιτητών. Επίσης για το πολυσέλιδο (400 σελίδων) σχέδιο νόμου δόθηκε ελάχιστος χρόνος για δημόσια διαβούλευση (3 μόλις εβδομάδων). Καθώς φαίνεται, για το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων η διαβούλευση εξαντλήθηκε με το πόνημα των πολιτικών της φίλων της αυτόκλητης επιτροπής Μποδοσάκη που προηγήθηκε.

Αυτό το σχέδιο νόμου είναι απαράδεκτο καθώς δεν υπηρετεί ούτε κατ’ ελάχιστο τις πραγματικές ανάγκες της πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας για μια ποιοτική, σύγχρονη, δημόσια και δωρεάν τριτοβάθμια εκπαίδευση αλλά ούτε και επιλύει τα ουσιαστικά προβλήματα των ανθρώπων που ζουν και εργάζονται στα ελληνικά πανεπιστήμια.

Αυτό που βιώνει η κοινωνική πλειοψηφία είναι μια υποτιθέμενη δωρεάν παιδεία όπου όμως για την εισαγωγή στα ΑΕΙ απαιτείται οι οικογένειες των μαθητών να αναλάβουν υπέρογκες δαπάνες για φροντιστήρια. Όταν οι μαθητές γίνουν φοιτητές, οι οικογένειες τους αναλαμβάνουν και πάλι τη σίτιση και τη στέγαση τους, ενώ τα τελευταία χρόνια αυξάνονται και οι ιδιωτικές δαπάνες για πανεπιστημιακά φροντιστήρια αλλά και για εξαγορές έτοιμων εργασιών/διπλωματικών κ.λπ. Οι δε πανεπιστημιακές σπουδές, ειδικά στις ανθρωπιστικές/κοινωνικές επιστήμες, συχνά οδηγούν σε υποβαθμισμένα πτυχία με ελάχιστο αντίκρισμα στην εγχώρια και διεθνή αγορά εργασίας. Η τεχνολογική/επαγγελματική εκπαίδευση έχει τυπικά «ανωτατοποιηθεί» αλλά στην πραγματικότητα έχει απαξιωθεί, και με την εισαγωγή της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής έχει ανοίξει ο δρόμος για την πλήρη παράδοσή της στα κάθε λογής ιδιωτικά κολλέγια των οποίων τη θέση το παρόν σχέδιο νόμου κατοχυρώνει. Ακόμα και οι ελάχιστες σχολές (ιατρικές, πολυτεχνικές, πληροφορικής) των ελληνικών ΑΕΙ που προσφέρουν πτυχία με κάποιο αντίκρισμα, αυτά πλέον αξιοποιούνται κυρίως στη διεθνή αγορά εργασίας. Με πόρους, δηλαδή, του ελληνικού λαού προετοιμάζονται επιστήμονες για άλλες χώρες αφού, λόγω των πολιτικών που έχουν εφαρμόσει όλες οι μνημονιακές κυβερνήσεις των τελευταίων ετών, η εγχώρια αγορά εργασίας είναι ελάχιστα ελκυστική για τους νέους επιστήμονες.

Για την πλειοψηφία όσων τώρα ζουν και εργάζονται στα ελληνικά Πανεπιστήμια, τα όσα προβλέπει το σχέδιο νόμου αποτελούν αλλαγές προς το χειρότερο.

Πιο συγκεκριμένα:

  • Οι επίκουροι καθηγητές χάνουν το δικαίωμα στη μονιμότητα μπαίνοντας σε ένα καθεστώς βαθύτερης εντατικοποίησης και εξάρτησης υπό τη διαρκή απειλή της απόλυσης για όσους/ες δεν συμμορφωθούν με τα νέα ήθη.
  • Οι κατηγορίες του Ειδικού Διδακτικού Προσωπικού (ΕΕΠ, ΕΔΙΠ, ΕΤΕΠ) επιβαρύνονται με επιπρόσθετη υποχρεωτική παρουσία στους χώρους των ΑΕΙ (+ 2 ώρες εβδομαδιαίως) χωρίς παράλληλη αύξηση των αποδοχών τους την ίδια ώρα που για τα μέλη ΔΕΠ αφαιρούνται 2 ώρες φυσικής παρουσίας στους χώρους των ΑΕΙ. Στα μέλη ΕΔΙΠ αφαιρείται η αυτοδύναμη διδασκαλία. Η εκδικητική αυτή διάταξη έχει να κάνει με το μένος εναντίον του νόμου της προηγούμενης κυβέρνησης που έδινε τη δυνατότητα σε εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας που ήταν κάτοχοι διδακτορικών τίτλων και είχαν επιστημονικές δημοσιεύσεις και διδακτική εμπειρία στην τριτοβάθμια (στην ουσία τα τυπικά προσόντα που απαιτούνται για εκλογή σε εισαγωγική βαθμίδα ΔΕΠ) να μεταπηδήσουν, μετά από κρίση, σε Τμήματα των ΑΕΙ στο πλαίσιο αφενός της κάλυψης των μεγάλων αναγκών που είχαν δημιουργηθεί από το οκταετές μνημονιακό πάγωμα προσλήψεων στα ΑΕΙ και αφετέρου καλύτερης αξιοποίησης του επιστημονικού δυναμικού της χώρας. Με τις κατάπτυστες ρυθμίσεις του νέου σχεδίου νόμου το επιστημονικό αυτό δυναμικό προορίζεται να ασκεί καθήκοντα επιτήρησης στις εξεταστικές και να λειτουργεί ως παρακολούθημα των μελών ΔΕΠ σε μια τραγελαφική αναβίωση της αλήστου μνήμης έδρας.
  • Η εμμονή της ελληνικής Δεξιάς με την «έδρα» φαίνεται και στη θεσμοθέτηση των λεγόμενων επωνύμων εδρών όπου διάφοροι επιχειρηματίες σε συνεργασία με τις πρόθυμες αρχές των ΑΕΙ θα χρηματοδοτούν θέσεις ΔΕΠ έχοντας μάλιστα λόγο και στη διαμόρφωση των γνωστικών αντικειμένων. Έδρες στα ελληνικά ΑΕΙ επίσης θα μπορούν καταλαμβάνουν αυτοδικαίως (χωρίς δηλαδή διαδικασίες κρίσης) καθηγητές και ερευνητές από ΑΕΙ και Ερευνητικά Κέντρα του εξωτερικού εφόσον μπορέσουν να εξασφαλίσουν οι ερευνητικές τους προτάσεις χρηματοδότηση από το European Research Council (ERC) της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό όμως δεν ισχύει αν την χρηματοδότηση του ERC τη λάβουν καθηγητές ή ερευνητές από τα ελληνικά ΑΕΙ και τα ελληνικά Ερευνητικά Κέντρα. Αν δηλαδή η έρευνα που προτείνουν καθηγητές ή ερευνητές που εργάζονται σε ελληνικά ιδρύματα λάβει τη χρηματοδότηση του ERC, τα καλύτερα Πανεπιστήμια του εξωτερικού θα τους ανοίξουν έδρες όχι όμως και τα ελληνικά! Η ελληνική κυβέρνηση με την επαρχιώτικη λογική της, απαξιώνοντας πλήρως την έρευνα που γίνεται εντός συνόρων, και καταφανώς αγνοώντας τα σημαντικά της επιτεύγματα και διακρίσεις, προφανώς θεωρεί ότι τέτοιες επιτυχίες μπορούν να έχουν μόνο όσοι/ες έρχονται απ’ έξω ενώ όταν κάποιος/α από μέσα πετυχαίνει κάτι τόσο σημαντικό καλύτερα να φεύγει…
  • Την ίδια απαξίωση επιφυλάσσει το προτεινόμενο σχέδιο νόμου και για τους Ερευνητές των Ερευνητικών Κέντρων οι οποίοι/ες αποκλείονται από την άσκηση διδακτικού έργου και τη συμμετοχή στα ΑΕΙ (όπως π.χ. στις προκηρύξεις εξελίξεων των μελών ΔΕΠ, στις επιβλέψεις διδακτορικών). Αντί δηλαδή να ενισχυθεί η σύνδεση της έρευνας με τη διδασκαλία στην κατεύθυνση της δημιουργίας ενός Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης, Έρευνας και Τεχνολογίας όπως είναι η τάση διεθνώς, το σχέδιο νόμου ακολουθώντας την καταστροφική πολιτική της προηγούμενης Κυβέρνησης, η οποία νομοθέτησε τη δημιουργία Πανεπιστημιακών Ερευνητικών Κέντρων (ΠΕΚ) στα ΑΕΙ, συνεχίζει και εδραιώνει τη λειτουργία τους μετονομάζοντάς τα σε Πανεπιστημιακά Κέντρα Έρευνας και Καινοτομίας (ΠΑ.Κ.Ε.Κ.), αγνοώντας εντελώς την ύπαρξη των υπαρχόντων Ερευνητικών Κέντρων. Τα ΠΑΚΕΚ ιδρύονται εντός ενός δυσμενούς και αβέβαιου πλαισίου χρηματοδότησης και στην πραγματικότητα θα βασίζονται στις «ευέλικτες» και κακοπληρωμένες μορφές εργασίας των «ερευνητών επί θητεία» που εισάγονται με το νέο σχέδιο νόμου.
  • Οι ευέλικτες μορφές εργασίας, οι οποίες έτσι κι αλλιώς εδώ και πολλές δεκαετίες είναι καθεστώς στα ελληνικά ΑΕΙ (με τα ΠΔ/407, τους πανεπιστημιακούς υποτρόφους ή/και την εντελώς απλήρωτη εργασία των μεταδιδακτόρων σε αρκετά μεταπτυχιακά προγράμματα), με το νέο σχέδιο νόμου κατοχυρώνονται και θεσμικά με την καινούργια ονομασία: «εντεταλμένοι διδασκαλίας». Διδάσκοντες δηλαδή ορισμένου χρόνου (ακόμα και ενός μόνου εξαμήνου) χωρίς καμία συμβολή στη διαμόρφωση του προγράμματος σπουδών ή θεσμική συμμετοχή στις διαδικασίες του Τμήματος, που κυριολεκτικά τους εκμεταλλεύεται.
  • Το διοικητικό προσωπικό των ΑΕΙ στο προτεινόμενο σχέδιο νόμου απλώς αγνοείται. Δεν γίνεται καμία αναφορά σε αυτό παρότι είναι γνωστή σε όσους/ες έχουν σχέση με τα ελληνικά Πανεπιστήμια η χρόνια υποστελέχωση στο κομμάτι των διοικητικών υπαλλήλων και της γραμματειακής υποστήριξης και τα ανυπέρβλητα εμπόδια που αυτή δημιουργεί στην εύρυθμη λειτουργία τους.
  • Τα μόνα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας που «πριμοδοτούνται» από το προτεινόμενο σχέδιο νόμου είναι τα μέλη ΔΕΠ που αφυπηρετούν βγαίνοντας στη σύνταξη όπου τους δίνεται και επίσημα το δικαίωμα να συνεχίζουν να κάνουν μαθήματα και σε προπτυχιακό επίπεδο (στα μεταπτυχιακά αυτό ήδη προβλέπεται) χωρίς αμοιβή. Στην ουσία όμως έτσι μπαίνει ένας ακόμη φραγμός στην ανανέωση του επιστημονικού προσωπικού των ΑΕΙ και στις προσλήψεις νέων μελών ΔΕΠ για την αναπλήρωση αυτών που συνταξιοδοτούνται. Η κυβέρνηση της ΝΔ φαίνεται να πιστεύει ότι οι νέοι ορίζοντες στην ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης και η ποιοτική αναβάθμιση των ΑΕΙ διασφαλίζεται με την απλήρωτη εργασία των συνταξιούχων και την επισφαλή και φασόν εργασία των «εντεταλμένων διδασκαλίας».

Τα ελληνικά Πανεπιστήμια χρειάζονται μια σοβαρή επένδυση σε κτιριακές υποδομές με μέριμνα και για τη σίτηση/στέγαση των φοιτητών και μια σοβαρή επένδυση για την ανανέωση του προσωπικού τους, διδακτικού και διοικητικού. Αντ’ αυτών το σχέδιο νόμου της ΝΔ υπηρετεί:

Α) ένα μοντέλο «επιχειρηματικού» πανεπιστήμιου ως λύση για πάσα νόσο

Β) τον αυταρχισμό και τη θεσμική αποτύπωση όλης της διάλυσης των τελευταίων πολλών δεκαετιών

Γ) την περαιτέρω απαξίωση του ελληνικού Πανεπιστημίου η όποια εξασφαλίζεται από την ελλιπή χρηματοδότηση και την έλλειψη πολιτικής βούλησης για ουσιαστική αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό

Στο πλαίσιο των παραπάνω επιδιώξεων:

Τα προτεινόμενα Συμβούλια Ιδρύματος διαλύουν και τα τελευταία ψήγματα δημοκρατίας που υπήρχαν στα ελληνικά ΑΕΙ. Τα ΑΕΙ υποτίθεται ότι είναι αυτοδιοίκητα. Το «αυτοδιοίκητο» όμως χωρίς δημοκρατία, χωρίς δηλαδή να μετέχουν, να εκλέγουν και να εκλέγονται στα όργανα διοίκησης όλες οι κατηγορίες που υπάγονται σε αυτό (μέλη ΔΕΠ/ΕΕΠ/ΕΔΙΠ/ΕΤΕΠ, διοικητικό προσωπικό και φυσικά φοιτητές) είναι καθαρός αυταρχισμός.

Το σχέδιο νόμου αγνοεί έτσι κι αλλιώς το «αυτοδιοίκητο» των ΑΕΙ, καθώς για την κατάργηση, κατάτμηση, δημιουργία και συγχώνευση τμημάτων και σχολών απαιτείται μόνο Υπουργική απόφαση χωρίς πρόταση του Τμήματος και σύμφωνη γνώμη της Συγκλήτου.

Επιχειρείται ο πλήρης εξοβελισμός του φοιτητικού συνδικαλισμού από τα ΑΕΙ και η απονέκρωση του φοιτητικού κινήματος. Για την κυβέρνηση της ΝΔ οι φοιτητές είναι μόνο χρήστες/καταναλωτές εκπαιδευτικών υπηρεσιών και ως τέτοιοι μόνο θα καλούνται, ενίοτε, να αξιολογούν τους παρόχους αυτών των υπηρεσιών.

Αφιερώνονται πάνω από 25 άρθρα για την εξειδίκευση των πειθαρχικών διατάξεων που θα αφορούν εργαζομένους και φοιτητές στα ΑΕΙ. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη δημιουργία πανεπιστημιακής αστυνομίας είναι ενδεικτικό της κατασταλτικής λογικής της κυβέρνησης.

Η διαδικασία της Μπολόνια με τα τριετή και «ευέλικτα» προγράμματα σπουδών και τα κατακερματισμένα πτυχία επανέρχεται στη χειρότερή της μορφή. Το σχέδιο νόμου επιχειρεί να αποσυνδέσει τα πτυχία από τα επαγγελματικά τους δικαιώματα, αντικαθιστώντας τα με πιστοποιητικά χαμηλής αξίας. Τα νέα ΑΕΙ, πάντα χωρίς επαρκή χρηματοδότηση, θα παρέχουν εκπαίδευση χαμηλών δεξιοτήτων, που θα οδηγεί σε επισφαλείς και χαμηλά αμειβόμενες σχέσεις εργασίας. Το πρόβλημα όμως δεν είναι ότι δεν συνδέονται τα Πανεπιστήμια με την αγορά αλλά ότι στο νεοφιλελεύθερο πανεπιστήμιο ουσιαστικά επιχειρείται η αποσύνδεση της επιστήμης από την κοινωνία.

Εν Κατακλείδι

Η ελληνική δεξιά ουδέποτε συμβιβάστηκε με το Νόμο Πλαίσιο για τα ΑΕΙ του 1982, που κατοχύρωσε την αποχουντοποίηση και τον εκδημοκρατισμό του ελληνικού Πανεπιστημίου. Ο νόμος αυτός είχε έρθει ως αποτέλεσμα των αδιάκοπων αγώνων του φοιτητικού κινήματος ήδη από τα χρόνια της χούντας.

Το ξήλωμα των δημοκρατικών κατακτήσεων άρχισε ήδη από το Νόμο Σουφλιά του 1992, χωρίς καμία κυβέρνηση έκτοτε να αλλάζει σημαντικά την τάση. Με πρόσχημα πάντα την αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό των ελληνικών ΑΕΙ όλες λίγο-πολύ οι κυβερνήσεις έκτοτε αρνούνται να επενδύσουν σοβαρά στα Πανεπιστήμια και οι κατά καιρούς «μεταρρυθμίσεις» τους έχουν περισσότερο να κάνουν με μια αδιάκοπη διευθέτηση ιδιοτελών συμφερόντων.

Το ζήτημα με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου δεν είναι να μην περάσει ή να μην εφαρμοστεί στην πράξη και απλώς να παραμείνουν τα ΑΕΙ στην υπάρχουσα σήψη αλλά να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για σύγχρονα ποιοτικά δημόσια ΑΕΙ. Τη διέξοδο προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί να τη δώσει μόνο ένα αναγεννημένο φοιτητικό κίνημα σε συμμαχία με εκείνες τις μερίδες εργαζομένων στα ΑΕΙ που έχουν ακόμα δημοκρατικά αντανακλαστικά. Τα κοινωνικά κινήματα βέβαια δε γεννιούνται κατά παραγγελία αλλά μια βασική προϋπόθεση της γέννησής τους είναι η ίδια η κατανόηση της δύναμής τους.

Τομέας Παιδείας ΜέΡΑ25

Θέλεις να μαθαίνεις για τις δράσεις του ΜεΡΑ25; Γράψου εδώ.

Μετάβαση στο περιεχόμενο