Ιδιωτικοποίηση των βασικών αγαθών: ο πραγματικός δρόμος προς τη δουλεία

Αρθρογραφία
27 Δεκ, 2019

«Ο καταναλωτής δεν έχει υποχρέωση να πληρώσει αν δεν λάβει το νόμιμο παραστατικό στοιχείο (απόδειξη-τιμολόγιο)» αναγραφόταν σε μια μικρή πινακίδα στα ταμεία της ιδιωτικής κλινικής. Ο «καταναλωτής» λοιπόν. Ο ασθενής παύει να χαρακτηρίζεται ως τέτοιος, χάνει αυτή την ιδιότητα, είναι πλέον καταναλωτής υπηρεσιών υγείας.

Τι σημαίνει καταναλωτής; Η λεγόμενη οικονομική επιστήμη, στη θεωρία περί καταναλωτή, μας λέει τα εξής: «Ο καταναλωτής, ως άτομο ή ως νοικοκυριό, είναι η μονάδα αποφάσεων που κάτω από τον περιορισμό των οικονομικών μέσων (εισοδήματος) επιλέγει εκείνον τον συνδυασμό των αγαθών, ο οποίος μεγιστοποιεί την ικανοποίηση του. Η επιλογή στην κατανάλωση γίνεται βάσει μιας κλίμακας ή διατάξεως προτιμήσεων (preference ordering) συνδυασμών των αγαθών, οι οποίοι μπορούν να αγοραστούν με το δεδομένο εισόδημα του καταναλωτή. Μεταξύ όμως των συνδυασμών αγαθών επιλέγεται ένας ο οποίος μεγιστοποιεί την ικανοποίηση του καταναλωτή». Σκοπός λοιπόν του καταναλωτή είναι η μεγιστοποίηση της ικανοποίησης του, ή της χρησιμότητας του (utlility), όπως ειναι ο οικονομικός όρος.

Τα παραπάνω συνθέτουν τη ζήτηση, τον έναν απο τους δύο πυλώνες που ρυθμίζουν την αγορά, με τον άλλο να είναι η πλευρά των παραγωγών/πωλήτων που συνθέτουν την προσφορά. Η προσφορά και η ζήτηση ρυθμίζουν τις αγορές μέσω του μηχανισμού των τιμών. Ας φανταστούμε μια άτυπη δημοπρασία όπου καταναλωτές και πωλητές παζαρεύουν κι εντέλει καταλήγουν σε μια κοινά αποδεκτή τιμή, την τιμή ισορρπίας. Οι καταναλωτές υποτίθεται πως πρέπει να έχουν πλήρη πληρόφορηση για το κάθε προιόν που διατίθεται στην αγορά (το κόστος του, την ποιότητα του, το κόστος και την ποιότητα των υποκατάστατων ανταγωνιστικών προιόντων κλπ) ωστε να είναι σε θέση να συμμετέχουν ισότιμα στο παζάρι. Αφού λοιπόν είναι καλα πληροφορημένοι, θέτουν μια νοητή ανώτατη τιμή πάνω απο την οποία δεν προτίθενται να αγοράσουν το προιόν πιέζοντας με αυτόν τον τρόπο τους πωλητές να κατέβουν. Παραδείγματος χάριν, κανείς μας δεν είναι διατεθειμένος να πληρώσει 5€ για ενα κουτάκι μπύρας, επομένως ο πωλητής που έχει θέσει μια τέτοια τιμή θα αναγκαστεί να τη χαμηλώσει αρκετά.

Σύμφωνα με την οικονομικη θεωρία η προσφορά και η ζήτηση είναι δυνάμεις αντίρροπες. Οι μεν πωλητές επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση τους κέρδους τους, οι δε καταναλωτές της ικανοποίησης τους. Η δύναμη του καταναλωτή είναι η επιλογή, η ζήτηση συμμετέχει στην εκκαθάριση της αγοράς διαμέσου αυτής της δύναμης του καταναλωτή να επιλέγει να αγοράσει ή, κυρίως, να μην αγοράσει. Ετσι παλατζάρουν οι αντίρροπες δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης, ο μεν πωλητής προφανώς και επιθυμεί να πωλήσει όσο το δυνατόν ακριβότερα αλλά επειδή ο καταναλωτης έχει την ελευθερία της επιλογής, δεν αγοράζει αυτό που κρίνει ως υπερτιμημένο, αναγκάζοντας τον πωλήτη να ρίξει τη τιμή, εξισορροπώντας την αγορά.

Όταν όμως αυτή η δύναμη του καταναλωτή να επιλέγει αίρεται, τι συμβαίνει; Ας φανταστούμε ότι έχουμε χαθεί σε μια έρημο. Ξαφνικά βλέπουμε μπροστά μας εναν τυπάκο να πουλάει νερά. «Πόσο το μπουκαλάκι;» ρωτάμε, «2000€» λέει, «αν σ’αρεσει». Προφανώς εκεί δεν υπάρχει επιλογή, ή πληρώνεις ή, αν εχεις δυνάμεις, τον πλακώνεις στο ξύλο και πίνεις νεράκι. Ο λόγος που σε αυτό το ακραίο παράδειγμα αίρεται το δικαίωμα της επιλογής είναι επειδή στη συγκεκριμένη περίπτωση το νερό έχει για μας μηδενική ελαστικότητα ζήτησης, ειναι απόλυτα απαραίτητη η καταναλωσή του αλλιώς κινδυνεύει η ίδια μας η ύπαρξη. Ας αναλογιστούμε τώρα ένα φάρμακο, πχ την ινσουλίνη για τους διαβητικούς. Ένας διαβητικός δεν μπορεί να διαβιώσει χωρίς την λήψη ινσουλίνης. Επομένως, σε ένα καθεστώς ιδιωτικοποιημένης ιατροφαρμακευτικης περίθαλψης, εφόσον όπως είπαμε δεν αντιμετωπίζεται ως ασθενής αλλά ως καταναλωτής, οι επιλογές του είναι ή πληρώνεις όσα σου ζητούνται ή πεθαίνεις, δηλαδή δεν υπάρχει η επιλογή της μη κατανάλωσης. Στα αγαθά πρώτης ανάγκης η ζήτηση χάνει τη δυναμή της, ο καταναλωτής δεν δύναται να μην καταναλώσει τα εν λόγω αγαθά απλούστατα επειδη στην ανάλυση κόστους/οφέλους που θα κάνει στο μυαλό του, το κόστος που του ζητείται να καταβάλλει δεν σχετίζεται με το όφελος μιας στιγμιαίας απόλαυσης που θα λάβει καταναλώνοντας πχ μια μπύρα, πράγμα που σημαίνει πως αν η τιμή ειναι πάνω απο την αναμενόμενη απλώς θα επιλέξει να μην λάβει την απόλαυση απο την κατανάλωση μιας μπύρας, αλλά με την διατήρηση της ίδιας του της ζωής και του συνηθισμένου βιοτικού του επιπέδου. Στα ανελαστικά αγαθά (υγεία, νερό, ηλεκτρισμός κλπ), το παιχνίδι της αγοράς, εφόσον αυτά ενταχθούν πλήρως σε αυτό, παίζεται αποκλειστικά απο τη μεριά της προσφοράς, οι «καταναλωτές» δεν έχουν λόγο αφού δεν έχουν επιλογή.

Ο μηχανισμός σχηματισμού τιμών σε συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού, δηλαδή τη βέλτιστη αναφορικά με την αποτελεσματικότητα της αγορά, όπως αναφέρουν τα ορθόδοξα οικονομικά εγχειρίδια, προϋποθέτει για κάθε αγαθό την ύπαρξη πάμπολλων παραγωγών/πωλητών και καταναλωτών. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω οι καταναλωτές πρέπει επίσης να είναι πολύ καλά πληροφορημένοι για τα πάντα που σχετίζονται με το οποιοδήποτε προιόν ή υπηρεσία διατίθεται προς πώληση. Προφανώς στην πράξη κάτι τέτοιο δεν ισχύει, για παράδειγμα κανεις μας δεν γνωρίζει το αρχικό κόστος αγοράς γάλακτος μιας γαλακτοβιομηχανίας απο τους παραγωγούς προμηθευτές της, την προέλευση του γάλακτος, το κόστος μεταποίησης του (παστερίωση, ομογενοποίηση κλπ) και τα κόστη συσκευασίας και διανομής, απλώς το αγοράζουμε έχοντας στο νου μας μια τιμή που εντελώς φαντασιακά την θεωρούμε καλή. Παρόλαυτα, πριν μερικά χρόνια είχε πραγματοποιηθεί μποϋκοτάζ στην αγορά του φρέσκου παστεριωμένου γάλακτος με συνέπεια να πέσει η τιμή του κατα ενα ικανοποιητικό ποσοστό, άσχετα αν εχει πλεόν ανατιμηθεί εκ νεου. Επίσης στο συγκεκριμενο παράδειγμα, οι πωλητές φρεσκου γάλακτος δεν είναι πάμπολλοι, το αντίθετο, οι γαλακτοβιομηχανίες είναι λίγες με συνέπεια η αγορά να ολιγοπωλείται (καρτέλ).

Στα ανελαστικά αγαθά λοιπόν το παιχνίδι παίζεται μονο απο τους πωλητές. Ο κάθε συνεπής φιλελεύθερος θα μας πει πως οι πωλητές θα ανταγωνιστούν μεταξύ τους για να τους επιλέξει ο καταναλωτής. Ας πάρουμε το παράδειγμα της υγείας. Φανταστείτε πως είναι έντεκα μετά μεσημβρίας και βρισκόσαστε πχ σε κάποιο φιλικό σπίτι στη Βάρκιζα. Καθώς πίνετε χαλαροί το κρασί σας στη βεράντα, απο κακή σας τύχη ένα ακροκέραμο απο την ταράτσα ξεκολλά, σας πέφτει στο κεφάλι με συνέπεια να λιποθυμήσετε και να αιμορραγείτε.

Για να δούμε τώρα πως θα λειτουργήσει ο ανταγωνισμός σε αυτή την ουτοπία που ευαγγελίζεται ο οικονομικός φιλελευθερισμός:

κάποιος απο την παρέα σπέυδει να πάρει τιμές για την διακομιδή σας κι αρχίζει να τηλεφωνεί σε όσες περισσότερες εταιρίες που χρονομισθώνουν ασθενοφόρα βρει για να πάρει τιμές. Επειδή όμως αυτό είναι κάπως χρονοβόρο, μιας και δεν γνωρίζει κανείς ακόμα ποιο ιδιωτικο νοσοκομείο θα επιλεγεί απο όλα, καθυστερεί το πράμα ενω εσεις εξακολουθείτε να αιμορραγείτε. Παίρνεται λοιπόν η απόφαση να σας μεταφέρουν με ΙΧ. Στην ευρύτερη περιοχή θα πρέπει, για να πληρούνται οι προυποθέσεις του ανταγωνισμου, να υπάρχουν πάρα πολλές κλινικές αλλά κι εσείς, ως καταναλωτής και όχι ως ασθενής φυσικά θα πρέπει να τις επισκεφτείτε όλες, να σας εξετάσουν στη κάθε μία, να διαπιστώσουν ακριβως τι έχετε ώστε να μπορούν να σας πούν και πόσο κοστίζει η θεραπεία. Μετα εσείς να αξιολογήσετε τις προσφορές και την ποιότητα των διαγνώσεων για να αποφασίσετε που θα νοσηλευτείτε. Ενδεχομένως να έχετε πεθάνει ή να έχετε πάθει ανήκεστο βλάβη κατα τη διάρκεια όλης αυτης της διαδικασίας, αλλά έτσι πρέπει να γίνει για να λειτουργήσει σωστά η αγορά…

Μέσω του παραπάνω απλοϊκού και χιουμοριστικού παραδείγματος εξάγονται κάποια συμπεράσματα: καταρχάς είναι αδύνατον σε κάθε περιοχή να υπάρχουν τόσα πολλά νοσοκομεία, είναι οικονομικά ασύμφορο. Τα νοσοκομεία απαιτούν μεγάλες εγκαταστάσεις, πλήθος ιατρικών μηχανημάτων και αναλώσιμων και φυσικά πρέπει να στελεχώνονται από άκρως εξειδικευμένο προσωπικό, νοσηλευτικό και ιατρικό όλων των ειδικοτήτων. Επίσης, είναι αδιανόητο ότι θα τριγυρνάμε με σπασμένο κεφάλι τα νοσοκομεία για να λάβουμε τιμές, προφανώς αυτό που θέλουμε εκείνη τη στιγμή ειναι άμεση περίθαλψη.

Οι πωλητές «υγείας» (ή νερού ή ηλεκτρισμού) δεν θα είναι πολλοί, η ίδια η φύση των συγκεκριμένων αγορών είναι τέτοια, μεγάλα πάγια έξοδα και πολύ μεγάλη αρχική επένδυση, που καθιστά τις εν λόγω αγορές φυσικά μονοπώλια ή ολιγοπώλια. Λίγοι μπορούν να δραστηριοποιηθούν σε αυτές. Εφόσον λοιπόν μπορούν να πωλούν κάτι που κανείς μας δεν έχει την επιλογή να μην πάρει ή να μποϋκοτάρει, σημαίνει πως θα πωλούν ακριβά, ετσι άλλωστε επιτάσσει η ίδια η αστική οικονομική θεωρία, σκοπός των επιχειρήσεων είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους, δεν είναι ευαγή ιδρύματα, σημαίνει πως αυτοί που δεν διαθέτουν το εισόδημα για να καταναλώσουν αυτά τα αγαθά και υπηρεσίες θα αποκλείονται απο αυτές με ό,τι αυτό συνεπάγεται, σημαίνει πως κάποιοι θα θησαυρίζουν απο την θνητότητα μας, την ανάγκη μας για επιβίωση. Καταλήγουμε στο παράδοξο να απαιτούνται κρατικοί κανόνες για να ρυθμίζουν την αγορά και να διασφαλίζουν τον ανταγωνισμό, ο οποίος όμως κατα την οικονομικά φιλελευθερη ρητορεία είναι μιας δύναμη φυσική, που επενεργεί ανεξάρτητα της ανθρώπινης δράσης, ως ένα αόρατο χέρι.

Τα ανελαστικά αγαθά πρέπει να βρίσκονται υπό τον απόλυτο κοινωνικό έλεγχο, οι «επιχειρήσεις» που τα παράγουν ή τα προσφέρουν πρέπει να έχουν μόνο κριτήριο την κοινή ωφέλεια και επουδενί το κέρδος. Το κόστος παραγωγής να αποτελεί και το τελικό κόστος και αυτό να λογαριάζεται με όρους ανάγκης και κοινωνίας ή κοινότητας και επουδενί με φιλελευθερους όρους «πελάτη/καταναλωτη – επιχείρησης». Η υγεία, η παιδεία, το νερό, ο ηλεκτρισμός δεν υπόκεινται στις δυνάμεις της αγοράς απλούστατα επειδη δεν έχουμε την επιλογή να μην τα καταναλώσουμε. Η ιδιωτικοποίηση αυτών των αγαθών συνιστά δουλεία και αισχρή κερδοσκοπία πάνω στην ανθρώπινη ανάγκη.

Αλέξης Σμυρλής, Διευθυντής ΚΟ ΜέΡΑ25

Θέλεις να μαθαίνεις για τις δράσεις του ΜεΡΑ25; Γράψου εδώ.

Μετάβαση στο περιεχόμενο