Στην τελευταία του τοποθέτηση στο ΔΣ της ΕΚΤ, ο Μάριο Ντράγκι έκλεισε με πάταγο την ομιλία του, αναφέροντας αυτό που οι Βρυξέλλες αρνούνται καν ότι υπάρχει ως εναλλακτική: την ανάγκη για δημοσιονομική πολιτική! Είθισται βέβαια όλοι οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι, που κατά τη διάρκεια της θητείας τους απλώς κάνουν τη «βρωμοδουλειά», από όποιο μετερίζι, μόλις αποστρατευθούν να μιλούν τη γλώσσα της αληθείας, ουσιαστικά ομολογώντας πως αυτά που εφάρμοζαν ήταν λάθος, προσδοκώντας πως ο ιστορικός του μέλλοντος θα τους φερθεί με επιείκεια.
Η δημοσιονομική πολιτική είναι δαιμονοποιημένη από την ΕΕ και τα όργανά της, όχι όμως από επιλογή του πολιτικού προσωπικού της ένωσής μας αλλά ως επιλογή των εντολέων αυτού του πολιτικού προσωπικού, της διεθνούς του κεφαλαίου, του συνασπισμού των ντόπιων ολιγαρχών που ορίζουν τη μοίρα της ΕΕ. Γιατί όμως; Το παιχνίδι είναι ξεκάθαρα ιδεολογικό, κρίσιμα ιδεολογικό στα πλαίσια του διαρκούς και ανελέητου ταξικού πολέμου – στον οποίο χάνουμε κατά κράτος.
Σε περιόδους ύφεσης, το κυρίαρχο συστατικό πολιτικής που επιτάσσουν τα νεοφιλελεύθερα οικονομικά είναι η λιτότητα. Η δαιμονοποίηση της δημοσιονομικής πολιτικής, η οποία είναι απαραίτητη για να ξεπεραστεί οριστικά η κρίση, οδηγεί σε επανάληψη αναποτελεσματικών πολιτικών με μηδενικά πραγματικά αποτελέσματα, πολιτικές νομισματικής επέκτασεις τύπου όλο και πιο αρνητικών επιτοκίων και νομισματικών επεκτάσεων με τη μορφή της Ποσοτικής Χαλάρωσης, που χρησιμοποιείται για να αγοράζονται μετοχές – δηλαδή στήριξη χρηματηστηρίων για δημιουργία επίπλαστης εικόνας σταθερότητας και ανόδου – και, κυρίως, για την στήριξη των ομολόγων, της ομαλής αναχρηματοδότησης του χρέους τους δηλαδή, για τις επισφαλείς οικονομίες της ΕΖ, ιδιαίτερα την Ιταλική. Το πρόβλημα της οικονομικής ελίτ με τη δημοσιονομική πολιτική είναι πως, όταν εφαρμόζεται, πράγματι αποδίδει καρπούς άμεσα, αλλά παράγει μόνιμα αποτελέσματα που δεν μπορούν να αναιρεθούν εύκολα, καθόλου εύκολα (βλ. Ελλάδα 2010,11,12 – μαζικές κοινωνικές αντιδράσεις ακριβώς για αυτό το λόγο, την αναίρεση).
Τα αποτελέσματα της δημοσιονομικής πολιτικής είναι αυξήσεις μισθών, συντάξεων, παροχές επιδομάτων, επέκταση του δημοσίου γενικότερα. Με αυτό τον τρόπο διοχετεύεται με τον πλέον άμεσο και πληθυσμιακά διεσπαρμένο τρόπο, χρήμα στην αγορά, στην πραγματική οικονομία. Συνήθως, παραδοσιακά, οι κυβερνήσεις υιοθετούσαν επεκτατική δημοσιονομική πολιτική περίπου δύο έτη πριν τις εκλογές, στον πρώτο από τα δύο αυτά έτη να αρχίσουν να παίρνουν όλοι (Τσοβόλα, δώσ΄τα όλα) και στον δεύτερο να ξοδεύουν, να καθίστανται καταναλωτές. Η κυβέρνηση έπαιρνε τα εύσημα και επανεκλεγόταν, δημιουργώντας θετικό κλίμα στην οικονομία (μακρο-οικονομική) και στους ανθρώπους, από εργαζομένους, μαγαζιά και επιχειρήσεις (μικρο-οικονομία).
Και αυτό ακριβώς το θετικό κλίμα είναι το δίκοπο μαχαίρι ιδεολογικά για τις οικονομικές ελίτ. Από τη μία, ο μόνος παράγοντας ανάληψης επενδύσεων είναι οι θετικές προσδοκίες, η αίσθηση πως το επιχειρηματικό σχέδιο στο οποίο θα ρίξεις τα χρήματα σου, θα αποδώσει, το προϊόν ή η υπηρεσία που παράγεις ή/και εμπορεύεσαι θα τύχει αυξημένης ζήτησης και πωληθεί ακριβά, παραπάνω από τα κόστη. Και το κάνει πολύ καλά αυτό η δημοσιονομική πολιτική, πέφτει με τρόπο άμεσο χρήμα στην πραγματική οικονομία, καθώς το παίρνουν άνθρωποι που καταναλώνουν, δημιουργώντας θετικές προσδοκίες στους επενδυτές να επενδύσουν στην πραγματική οικονομία και δεν καταλήγει, όπως έγινε με την Ποσοτική Χαλάρωση σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και Γενικά Λογιστήρια Κρατών, που το ανακυκλώνουν στις χρηματαγορές, αυξάνοντας κι άλλο την προσφορά χρήματος, μειώνοντας έτσι κι άλλο τα ήδη αρνητικά επιτόκια, σε ένα αέναο καθοδικό σπιράλ!
Από την άλλη, οι θετικές προσδοκίες δεν ανακαλώνται εύκολα. Πως θα μειώσεις εύκολα μισθούς, συντάξεις, παροχές, επιδόματα, θα προχωρήσεις σε απολύσεις, θα ξεπουλήσεις δημόσια περιουσία; Σε καθεστώς θετικών κοινωνικών προσδοκιών, οι επιταγές του νεοφιλελευθερισμού για απορρύθμιση των εργασιακών και ιδιωτικοποίηση ακόμα και ανελαστικών αγαθών – ηλεκτρισμός/ενέργεια, ύδρευση/αποχέτευση, υγεία, παιδεία, πρόνοια – καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη. Απαιτείται είτε βία, είτε σοκ, είτε και τα δύο, βλ. μνημόνια.
Αντίθετα, η νομισματική πολιτική μπορεί να συνδυαστεί με τη διατήρηση των αρνητικών προσδοκιών στο εργατικό δυναμικό, εργαζόμενο και άνεργο, ώστε να δέχεται αβίαστα να εργάζεται για λιγότερα, περισσότερες ώρες και με “ευέλικτα” δικαιώματα, κατά το νεοφιλελεύθερο newspeak, να γίνει ανταγωνιστικός. Η Σχολή του Σικάγο αποδέχεται μόνο τη νομισματική πολιτική, εξ ου και ονομάζεται Μονεταριστική Σχολή, απορρίπτοντας πλήρως τη δημοσιονομική ως πολιτική που στρεβλώνει την οικονομία μεσο-μακροπρόθεσμα, δεν την αφήνει να αυτορρυθμιστεί… Βέβαια, ο ιδρυτής της σχολής Μίλτον Φρήντμαν, όταν είχε στριμωχτεί στο ερώτημα «και τι κάνουμε αν έχει αποτύχει η νομισματική πολιτική των μειούμενων επιτοκίων και της ΠΧ και δεν υπάρχει άλλος τρόπος εξόδου από την ύφεση, από το να πρέπει να πέσει χρήμα στην πραγματική οικονομία», ο Μίλτον απάντησε, “ας τα ρίξουμε με ελικόπτερα”, θέλοντας να τονίσει το one-off, το άπαξ στοιχείο έναντι της δημοσιονομικής πολιτικής που δημιουργεί τετελεσμένα πολύ δύσκολα ανακλήσιμα, μέγα πολιτικό κόστος γαρ.
Ποσοτική Χαλάρωση
Η ΕΚΤ από τον Μάρτιο του 2015 μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2018, προέβη σε αύξηση της ποσότητας του χρήματος, το οποίο διοχέτευσε στις χρηματαγορές αγοράζοντας κυρίως ομόλογα χωρών της ΕΖ και επιλεγμένα αξιο/χρεόγραφα στις κεφαλαιαγορές. Υποτίθεται πως έτσι θα δημιουργείτο ρευστότητα στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και στους επενδυτές για να εκκινήσει ένας ενάρετος οικονομικός κύκλος αύξησης καταρχάς αξιών και δημιουργίας θετικών προσδοκιών που θα κλιμακωνόταν σε μια διάχυση στην πραγματική οικονομία μέσω ανάληψης επενδύσεων και αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης. Ανοησίες, η ΕΚΤ έριξε συνολικά €2,6τρισ στις αγορές, με τον αρχικό σχεδιασμό να έκανε λόγο για €1,1τρισ και διάρκεια έως τον Σεπτέμβριο του 2016, φουσκώνοντας παροδικά το κύκλωμα του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού, χωρίς ποτέ αυτά τα κεφάλαια να βγαίνουν στην πραγματική οικονομία, τουλάχιστον με τρόπο που θα έκανε διαφορά, που θα μετέστρεφε το κλίμα δημιουργώντας θετικές προσδοκίες.
Τώρα βρισκόμαστε στην πλέον συμβατική μορφή άσκησης νομισματικής πολιτικής, την αυξομείωση των επιτοκίων. Η ΕΚΤ θέλει να αυξήσει την ποσότητα του χρήματος στην οικονομία, άρα μειώνει τα επιτόκια για να γίνει πιο προσιτός ο δανεισμός αλλά και ως αντικίνητρο διακράτησης λιμναζόντων κεφαλαίων, πχ με τη μορφή καταθέσεων. Με τα μεν επιτόκια χορηγήσεων δανείζεσαι κεφάλαια με κόστος κοντά στο μηδέν, με τα δε καταθέσεων, σου βάζουν πέναλτυ που τα διατηρείς ανενεργά, τα επιτόκια είναι αρνητικά. Αποτέλεσμα; Αναιμικές επενδύσεις στην ΕΖ, αρνητικές προσδοκίες. Δέχονται να κρατούν λιμνάζοντα, idle, τα κεφάλαιά τους, με τη λιμνούλα να αποξηραίνεται ελαφρώς κάθε χρόνο λόγω αρνητικών επιτοκίων, περιμένοντας, προεξοφλώντας ύφεση, οδηγώντας στην εκπλήρωση της προφητείας. Ο πληθωρισμός θα γυρίσει τόσο αρνητικός, αντιπληθωρισμός δηλαδή, που το πραγματικό επιτόκιο θα είναι μεγαλύτερο/ίσο του μηδενός, με τους επενδυτές απλώς να περιμένουν νομισματικά τερτίπια τύπου Ποσοτικής Χαλάρωσης, συμμετέχοντας στην μπουσταρισμένη βραχύβια φουσκίτσα σε κάποια χρηματιστήρια, είτε στις αγορές ομολόγων για πιο safe. Το καλό ή κακό, εξαρτάται πως το βλέπει κανείς, της οικονομίας, είναι πως έχει να κάνει με αποφάσεις ανθρώπων, δεν είναι φυσικό φαινόμενο (εξ ου και ο ορθός όρος είναι Πολιτική Οικονομία και όχι Οικονομική Επιστήμη). Ό,τι πιστέψουν και πράξουν οι πολλοί εν τέλει συμβαίνει. Εφόσον λοιπόν οι προσδοκίες είναι αρνητικές και όλοι προεξοφλούν ύφεση, ύφεση είναι αυτό που θα συμβεί.
Δημοσιονομική Πολιτική Reloaded
Στο ΜέΡΑ25 και στο DiEM25 μας έχει απασχολήσει ιδιαίτερα η εκπόνηση και κατάθεση ενός σχεδίου παραγωγικής δημοσιονομικής πολιτικής, τέτοιας που θα θέσει τις βάσεις για μακροπρόθεσμη, βιώσιμη ανάπτυξη, τόσο οικονομικά, όσο – και κυρίως – κοινωνικά και περιβαλλοντικά. Το σχέδιο αυτό υπάρχει, ονομάζεται Νέα Πράσινη Συμφωνία για την Ευρώπη και είναι το πρόγραμμα με το οποίο κατεβήκαμε στις Ευρωεκλογές πανευρωπαϊκά. Τι περιλαμβάνει; Τη ριζική αλλαγή του παραγωγικού μας μοντέλου, με επενδύσεις 500δισ ευρώ τον χρόνο στην Πράσινη Μετάβαση και τη σύσταση ενός πανευρωπαϊκού ταμείου καταπολέμησης της φτώχειας 100δισ ευρώ τον χρόνο. Με το μεν πρώτο πέφτει ζεστό χρήμα στην πραγματική οικονομία, δημιουργούνται καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας και κυρίως δημιουργούνται συνθήκες σταθερής, βιώσιμης ανάπτυξης με υψηλή προστιθέμενη αξία. Με το δεύτερο, πέραν του προφανούς κοινωνικού αποτελέσματος, το ταμείο καταπολέμησης της φτώχειας είναι ένα έξοχο ενοποιητικό εργαλείο κόντρα στις φωνές για εθνική αναδίπλωση και της ανόδου της ακροδεξιάς. Και το σημαντικότερο, θα χρηματοδοτηθούν χωρίς την επιβολή ούτε ενός ευρώ επιπλέον φορολογίας, μόνο πολιτική βούληση χρειάζεται, που δεν υφίσταται ακριβώς επειδή οι Βρυξέλλες έχουν λάβει εντολή να κρατούν τις προσδοκίες αρνητικές.
Αλέξης Σμυρλής, Συντονιστής Πολιτικού Σχεδιασμού ΜέΡΑ25
Θέλεις να μαθαίνεις για τις δράσεις του ΜεΡΑ25; Γράψου εδώ.