ΑΘΗΝΑ – Ο τελικός 100 μέτρων των Ολυμπιακών Αγώνων ξεκινά από στιγμή σε στιγμή. Με τον ήχο έναρξης ακούγεται ο βρυχηθμός του πλήθους. Οι δρομείς αρχίζουν να τρέχουν. Αλλά, 30 μέτρα μετά, οι προπορευόμενοι ελαττώνουν ταχύτητα, σαν ένδειξη αλληλεγγύης προς τους πιο βραδυκίνητους. Δεν ήταν επιλογή τους να το κάνουν, αλλά οι νέοι κανονισμοί θέτουν αυστηρά όρια στη μέγιστη απόσταση που χωρίζει τον νικητή από τον αθλητή που τερματίζει τελευταίος.
του Γιάνη Βαρουφάκη
Συντηρητικοί πολέμιοι της ανακατανομής εισοδήματος και πλούτου έχουν αυτού του είδους την αναλογία κατά νου όταν παραπονιούνται για την «πολιτική του φθόνου». Φαντάζονται τους πλουσίους ως δρομείς, τους οποίους οι ιδεαλιστές επιδιώκουν να επιβραδύνουν μέσω του νόμου και των κυρωτικών φόρων.
Μα η ζωή δεν είναι σαν τους Ολυμπιακούς αγώνες, όπου το ταλέντο και η προπόνηση καθορίζουν την απόδοση ενός αθλητή. Μοιάζει περισσότερο με ρωμαϊκή αρένα, όπου καλά οπλισμένοι μονομάχοι κατατροπώνουν άοπλα θύματα που χάνουν, όχι επειδή δεν προσπάθησαν αρκετά, αλλά εξαιτίας της άνισης αρχικής κατανομής πανοπλιών.
Τη δεκαετία του 1950 και του 1960, η σκληρή δουλειά και ένα καινοτόμο μυαλό μπορούσαν ίσως να αποτελέσουν τη βάση για να ανυψώσουν τους ανθρώπους απ’ τη φτώχεια και να τους προωθήσουν ανοδικά. Αλλά αυτό ήταν δυνατό μόνο επειδή η κοινωνία επέβαλε περιορισμούς στο τι επιτρεπόταν να κάνουν οι υπερβολικά πλούσιοι, ιδίως οι τραπεζίτες, με τα λεφτά τους. Από τότε που αυτοί οι περιορισμοί καταργήθηκαν, με την κατάρρευση του συστήματος Bretton Woods και την επακόλουθη χρηματιστικοποίηση των οικονομιών μας, η πολύωρη εργασία και το εξαιρετικό ταλέντο μπορεί και να μην οδηγούν πουθενά.
Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η πλειοψηφία των ανθρώπων, ιδιαίτερα οι νέοι, δεν είναι ότι αστέρες όπως ο Γουόρεν Μπάφετ έχουν το προβάδισμα σε σχέση με εκείνους. Είναι πως κρατιούνται πίσω εξαιτίας στάσιμων επενδύσεων και μισθών, κάτι που οφείλεται στο γεγονός και μόνο πως οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι σχεδόν στον ύπνο τους, για λόγους που δεν έχουν καμία σχέση με προσπάθεια, επιχειρηματικότητα ή φιλαργυρία.
Ακόμα και οι σπουδαίοι καινοτόμοι αποτελούν μέρος του προβλήματος. Ο Τζεφ Μπέζος είχε προνοητικότητα, έφερε επανάσταση στην λιανική πώληση και έχτισε μια περιουσία. Αλλά ποιο μέρος των 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων του είναι επιβράβευση για τον ευφυή τρόπο σκέψης του και το επιχειρηματικό πνεύμα του; Και τι μέρος του τωρινού του πλούτου είναι απλά μια συνάρτηση του προηγούμενου πλούτου του;
Παρόλο που είναι αδύνατο να απαντήσουμε μια τέτοια ερώτηση με ακρίβεια, το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πλούτου δε φτάνει στα χέρια των καινοτόμων ή των συντηρητών της κοινωνίας. Καθώς ο πλούτος συσσωρεύεται σε λίγα χέρια, η υπόλοιπη οικονομία μετατρέπεται σταδιακά σε έρημο.
Αυτό δεν είναι κάτι νέο. Γνωρίζαμε ανέκαθεν πως η υπέρμετρη ισχύς στην αγορά ενισχύει τον υπέρμετρο πλούτο, κάτι το οποίο ανατροφοδοτεί ακόμα μεγαλύτερη ισχύ στην αγορά. Και αυτή είναι η ουσία του θέματος: Τίποτα δεν επιβραδύνει την παραγωγικότητα και δεν επιφέρει ύφεση στην απασχόληση τόσο αποτελεσματικά όσο η υπέρμετρη ισχύς στην αγορά. Για να επικαλεστώ την αναλογία των συντηρητικών, ούτε οι γρηγορότεροι δρομείς δεν μπορούν να νικήσουν όταν ο πλούτος που σφετερίζονται οι υπερβολικά πλούσιοι μηδενίζει το κοντέρ για όλους τους υπόλοιπους. Αυτός είναι ο λόγος που η πιο καταστροφική για την ψυχή φτώχεια και ο μεγαλύτερος αριθμός «θανάτων απόγνωσης» παρατηρείται σε χώρες όπου η συγκέντρωση πλούτου ανέρχεται ραγδαία.
Τι πρέπει να κάνουμε για την υψηλή συγκέντρωση πλούτου; Πώς τον ανακατανείμουμε δίκαια και αποτελεσματικά;
Ο φόρος περιουσίας είναι πολύ στη μόδα τελευταία. Αλλά κανένας νομικά και πολιτικά εφικτός φόρος περιουσίας δε μπορεί να μειώσει ουσιωδώς τα τρέχοντα επίπεδα συντριπτικής ανισότητας. Επιπλέον, επιτρέπει στους συντηρητικούς να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ανακατανομή του πλούτου κάνοντας συναφείς ερωτήσεις: Πρέπει το κράτος να προβεί σε έξωση ενός φτωχού κληρονόμου ενός καλού σπιτιού, εάν αυτός αδυνατεί να πληρώσει το φόρο περιουσίας; Πώς τιμολογούμε ένα περιουσιακό στοιχείο όπως η συλλογή γραμματοσήμων, χωρίς πρώτα να το βγάλουμε σε πλειστηριασμό;
Ευτυχώς, υπάρχουν αποδεδειγμένοι τρόποι να ανακατανέμουμε τον πλούτο χωρίς να παραβιάζουμε τα δικαιώματα κανενός ή να υπερβαίνουμε ηθικά όρια. Το 1901, ο Θεόδωρος Ρούσβελτ ως γνωστόν διέσπασε την Standard Oil και άλλους συνασπισμούς επιχειρήσεων, παρά το πλήθος εναντιώσεων που θρηνούσαν την επίθεσή του στην καινοτομία και την επιχειρηματικότητα. Μετά την κατάρρευση της Wall Street το 1929, ένας άλλος Ρούσβελτ, ο Φράνκλιν Ντελάνο, αντιμετώπισε τις ίδιες εναντιώσεις όταν έβαλε το τζίνι της οικονομίας στο μπουκάλι. Με αυτές τις δύο κινήσεις, οι Ρούσβελτ πραγματοποίησαν μια ανακατανομή πλούτου και δύναμης που τίποτα άλλο, παρά μια επανάσταση, δε θα μπορούσε να υλοποιήσει.
Φυσικά, οι ισχυροί βρίσκουν τρόπους να απωθήσουν τέτοια εμπόδια. Αφού κατέρρευσε το σύστημα Bretton Woods το 1971, η Wall Street και οι συνασπισμοί επιχειρήσεων άρχισαν να υπερισχύουν εκ νέου. Σήμερα, τρεις εταιρείες κολοσσοί , η BlackRock, η Vanguard και η State Street, κατέχουν τουλάχιστον το 40% όλων των αμερικανικών δημοσίων επιχειρήσεων και σχεδόν το 90% αυτών που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης.
Οι σιωπηρές αθέμιτες συμπράξεις είναι ανεξέλεγκτες, επειδή κάθε γενικός διευθυντής (CEO) γνωρίζει πως η μητρική εταιρεία κολοσσός είναι πιθανό να μιλάει στους γενικούς διευθυντές αντίπαλων εταιρειών που επίσης της ανήκουν. Το αποτέλεσμα είναι μεγαλύτερες τιμές, επιβράδυνση της καινοτομίας, χαμηλότερες επενδύσεις και, φυσικά, στάσιμοι μισθοί.
Η δύναμη συγκεντρώθηκε περαιτέρω μετά την κατάρρευση της Wall Street το 2008 και οι κεντρικές τράπεζες άρχισαν να διοχετεύουν τεράστια χρηματικά ποσά μέσα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Μοχλεύοντας τα χρήματα της κεντρικής τραπέζης, οι γιγαντιαίοι συνασπισμοί επιχειρήσεων χρησιμοποίησαν αυτήν τη ρευστότητα για να εφεύρουν νέα είδη περίπλοκου χρέους και να επαναγοράσουν τις δικές τους μετοχές, εκτοξεύοντας τις τιμές των μετοχών (και, φυσικά, των μπόνους) στα ύψη, ενώ απέκλειαν τον κόσμο από επενδύσεις σε ποιοτική απασχόληση και «πράσινες υποδομές».
Οι εταιρείες κολοσσοί επίσης κατέφυγαν σε μία άλλη αγαπημένη ασχολία τους: την υφαρπαγή των αγορών, την εξαγορά πολιτικών και την αιχμαλωσία ρυθμιστικών αρχών – εν ολίγοις, δηλητηρίασαν τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Μέχρι τη στιγμή που ο Κόβιντ-19 επιδείνωσε ακόμα περισσότερο την πραγματική οικονομία, ο χρηματοπιστωτικός τομέας είχε αποσυνδεθεί πλήρως από την πραγματική οικονομία, μετατρέποντας τον καπιταλισμό σε μία μορφή τεχνο-φεουδαρχίας.
Για να λήξουμε αυτό το καθεστώς, πρέπει να εκσυγχρονίσουμε τις παρεμβάσεις των δύο Ρούσβελτ. Αντί να σπαταλάμε ενέργεια σε έναν ατελέσφορο φόρο περιουσίας, οι προοδευτικοί πρέπει να επικεντρωθούμε σε μία στρατηγική τριών αξόνων.
Πρώτον, τα χρήματα της κεντρικής τράπεζας πρέπει να αποσκοπούν αποκλειστικά στη στήριξη της δημόσιας επένδυσης στην πράσινη μετάβαση και άλλα δημόσια αγαθά. Δεύτερον, εταιρείες που μονοπωλούν μεγάλες αγορές που δημιούργησαν οι ίδιες – όπως, ας πούμε, έχουν κάνει η Amazon και το Facebook – χρειάζεται να διαλυθούν. Τέλος, ένα μέρος των μετοχών των μεγάλων εταιρειών (ίσως το 10%) θα πρέπει να κατατίθεται σε ένα κεφάλαιο κοινωνικής ισότητας που θα χρηματοδοτεί ένα καθολικό βασικό μέρισμα.
Αυτός ο συνδυασμός πολιτικών, που εμπνέεται από την αντιμονοπωλιακή πολιτική και τη νομοθεσία της Νέας Συμφωνίας (New Deal) του πρόσφατου παρελθόντος, θα μπορούσε να αναζωογονήσει την οικονομία, να ενδυναμώσει τη δημοκρατία και να σώσει τον πλανήτη. Εάν η πολιτική οικονομία ήταν σαν τους Ολυμπιακούς αγώνες, το φαβορί του χρυσού μεταλλίου θα ήταν προφανές.
Πηγή: project-syndicate.org
Θέλεις να μαθαίνεις για τις δράσεις του ΜεΡΑ25; Γράψου εδώ.