Γιάνης Βαρουφάκης στην «ΕΣΤΙΑ»: Το πάθημα με το χρέος που δεν έγινε μάθημα

Αναδημοσιεύσεις
23 Ιαν, 2022

Χαράς ευαγγέλια στον οικονομικό τύπο της εβδομάδας που πέρασε. «Το βιβλίο προσφορών για το νέο 10ετές ομολόγο», διατυμπάνιζαν με χαρμόσυνους τίτλους, «άνοιξε με προσφορές που σπάνε το φράγμα των 11 δις». Με εθνικό εισόδημα επιπέδου 2015, αλλά χρέος 20% υψηλότερο, δανειζόμαστε, δανειζόμαστε, δανειζόμαστε. Και το γιορτάζουμε κιόλας. Σαν να μην μας δίδαξε τίποτα η χρεοκοπία του 2010!

Επικαλούμενοι τα επιτόκια δανεισμού που παραμένουν εντυπωσιακά χαμηλά, κυβέρνηση και φίλα προς αυτήν προσκείμενα ΜΜΕ ισχυρίζονται ότι, αυτή τη φορά, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Για να μας δανείζουν τόσο φτηνά, λένε, θα πρέπει να θεωρούν – οι δανειστές – ότι το κράτος μας έχει ξεπεράσει την χρεοκοπία και η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε περίοδο άνθησης.

Αυτό θα ήταν ισχυρό επιχείρημα αν δανειζόμασταν ιδίαις δυνάμεις. Κάτι που, βέβαια, δεν ισχύει. Από την αρχή της πανδημίας, κάθε ομόλογο που έχει εκδώσει το ελληνικό κράτος, το έχει αγοράσει η ΕΚΤ στη δευτερογενή αγορά. Συνολικά, πάνω από €40 δις ελληνικών ομολόγων θα καταλήξουν στα ψηφιακά συρτάρια της κεντρικής τράπεζας στην Φρανκφούρτη. Η πρόσφατη δε ανακοίνωση ότι αυτό θα συνεχιστεί μέχρι και τα τέλη του 2023 εξηγεί τον ενθουσιασμό των αγορών με την ιδέα να δανείζουν το πτωχευμένο μας κράτος.

Αν το καλοσκεφτούμε, αποτελούμε ιδανικό «πελάτη» των κερδοσκόπων. Όσο πιο πτωχευμένο το κράτος μας τόσο πιο μεγάλα τα κέρδη τους δανείζοντάς μας. Από τη μία, τα επιτόκια που τους εξασφαλίζουν τα ομόλογά μας είναι σημαντικά μεγαλύτερα από εκείνα των γερμανικών – και γίνονται μεγαλύτερα όσο πιο βαθιά το ελληνικό κράτος βυθίζεται στο μη βιώσιμο χρέος. Από την άλλη, δεν διατρέχουν τον παραμικρό κίνδυνο να χάσουν τα χρήματά τους καθώς η ΕΚΤ τους εγγυάται ότι, ανά πάσα στιγμή, θα τους τα αγοράσει. Συνεπώς, η μεγάλη ζήτηση για τα ομόλογα του Υπουργείου Οικονομικών είναι απολύτως συμβατή με την κοινή γνώση (μεταξύ εκείνων που τα αγοράζουν) ότι πρόκειται για σκουπίδια τα οποία δεν θα τα άγγιζαν αν δεν υπήρχε η ΕΚΤ να τα εξασφαλίσει. Όπερ μεθερμηνευόμενον, κάθε μέρα που περνά, οι τύχες του κράτους μας εξαρτώνται όλο και περισσότερο από τις βουλές της Φρανκφούρτης.

Δυστυχώς, η εξάρτηση από ξένους δανειστές δεν αφορά μόνο το Δημόσιο. Υπάρχει και μία άλλη, ίσως χειρότερη, μορφή εξάρτησης: το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Το ένα καλό της κρίσης ήταν ότι, συρρικνώνοντας τις εισαγωγές και δίνοντας μια μικρή ώθηση στις εξαγωγές, την περίοδο 2014-2016 καταφέραμε σχεδόν να ισοσκελίσουμε το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Ήταν μια κατάκτηση για την χώρα, για την οποία η κοινωνία μάτωσε.

Δημόσιος και ιδιωτικός τομέας μπορούσαμε, έστω και δύσκολα, να ζούμε εντός των δυνατοτήτων μας – δηλαδή το συνολικό ποσό συναλλάγματος το οποίο ξοδεύαμε να είναι περίπου το ίδιο με εκείνο που κερδίζαμε. Δυστυχώς, κι αυτή η κατάκτηση χάθηκε, με το ισοζύγιο να βρίσκεται πλέον στο μείον 7%, κάτι που σημαίνει ότι, ξανά, ως ιδιωτικός τομέας, δανειζόμαστε για να διατηρούμε το σημερινό επίπεδο των εισαγωγών.

Το ερώτημα λοιπόν τίθεται: Πόσο καιρό μπορούν οι κυβερνώντες να προσποιούνται ότι η χώρα βρίσκεται στο σωστό δρόμο; Η απάντηση: Όσο η ΕΚΤ θα συνεχίσει να αγοράζει τα νέα μας ομόλογα και να μετακυλίει εκείνα που λήγουν – μια διαδικασία που επιτρέπει στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών να αυξάνει, παράλληλα με το δημόσιο χρέος προς την ΕΚΤ, και το ιδιωτικό χρέος προς ξένους ιδιώτες δανειστές. Με απλά λόγια: Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα!

Όσο συνεχίζει η ΕΚΤ να μετακυλίει το δημόσιο χρέος, θα αυξάνεται το ιδιωτικό χρέος προς ξένους δανειστές. Κι όταν η ΕΚΤ πάψει να μετακυλίει το δημόσιο χρέος, η χρεοκοπία του κράτους θα επιστρέψει στα πρωτοσέλιδα του εγχώριου και του διεθνούς τύπου. Είτε έτσι είτε αλλιώς, η χώρα επαναλαμβάνει τα λάθη του παρελθόντος που την γονάτισαν το 2010. Με την διαφορά ότι, σήμερα, έχουμε πολύ λιγότερες αντοχές από το 2010 ενώ έχουμε χάσει τόσους νέους ανθρώπους στην μετανάστευση – κάτι που ισοδυναμεί με σπαρακτικό έλλειμμα στο ισοζύγιο ανθρώπινου κεφαλαίου.

Κάποιοι ελπίζουν ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει να στηρίζει το αβάστακτο χρέος μας έως ότου ένα μεγάλο μέρος του μετατραπεί σε κοινό ευρωπαϊκό χρέος, στη βάση της προέκτασης του κοινού χρέους που χρηματοδότησε το Ταμείο Ανάκαμψης. Φρούδες οι ελπίδες. Η τοποθέτηση στο πρώτο Eurogroup του κ. Λίντνερ, του νέου υπουργού οικονομικών της Γερμανίας, τους έχει ήδη διαψεύσει: Το Ταμείο Ανάκαμψης δεν θα επαναληφθεί – και σίγουρα όχι για την αμοιβαιοποίηση εθνικού χρέους.

Άλλοι θέλουν να πιστεύουν ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει επ’ άπειρον να αγοράζει το χρέος μας – αγνοώντας την σκληρή αλήθεια ότι, με πληθωρισμό πολύ πάνω από το όριο του 2%, μόλις το Βερολίνο ισοσκελίσει τον γερμανικό ομοσπονδιακό προϋπολογισμό θα απαιτήσει από την ΕΚΤ τον τερματισμό της αγοράς δημόσιου χρέους και από τις Βρυξέλλες το σφίξιμο των λουριών της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Ιταλίας και, εν τέλει, της Γαλλίας.

Αν έχω δίκιο, τότε γιατί συνεχίζουν οι κυβερνώντες να εθελοτυφλούν; Η απάντηση έρχεται από το παρελθόν. Γιατί εθελοτυφλούσαν οι κυβερνήσεις μας πριν το 2008; Επειδή τα λεφτά (ως επί το πλείστον δανεικά) ήταν πολλά για τα βασικά συμφέροντα που τις στήριζαν. Ποιος πιστεύει ότι κάτι άλλαξε;

Γιάνης Βαρουφάκης

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ» την 23/01/2021

Θέλεις να μαθαίνεις για τις δράσεις του ΜεΡΑ25; Γράψου εδώ.

Μετάβαση στο περιεχόμενο