Γ. Βαρουφάκης στο Unherd: Ο μύθος των Ελλήνων κατέρρευσε – Η υπερηφάνεια και η αλαζονεία μας είναι απλώς ένα προσωπείο

Αναδημοσιεύσεις
21 Αυγ, 2022

Εμείς οι Έλληνες έχουμε τη φήμη ότι είμαστε ανυπόφορα εθνικιστές, που στην πλειοψηφία μας στ’ αλήθεια πιστεύουμε ότι ο ελληνικός πολιτισμός είναι ανώτερος από αυτόν των άλλων εθνών και λαών. Μας απένειμαν και τον χαρακτηρισμό των περισσότερο πολιτιστικά σοβινιστών Ευρωπαίων σε μια πρόσφατη έρευνα του κέντρου Pew. Με τον κίνδυνο να επιβεβαιώσω αυτό το στερεότυπο, θα ρίξω την ευθύνη γι αυτό στους… ξένους, με τον αμετροεπή έπαινο του ελληνικού πολιτισμού και την επιφανειακή ανάγνωση των δικών τους ανόητων ερευνών.

Στις 28 Μαΐου 1979, με αφορμή την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, ο Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν, τότε πρόεδρος της Γαλλίας, εκφώνησε ομιλία στην Αθήνα και δήλωσε: «Η Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα δεν θα ήταν Ευρώπη… Είμαστε όλοι, στη γλώσσα και στον τρόπο σκέψης, παιδιά του ελληνικού πολιτισμού…» Σήμερα, κατέληξε, «η Ευρώπη ανακαλύπτει ξανά την Ευρώπη».

Έναν αιώνα περίπου νωρίτερα, ο μαθηματικός και φιλόσοφος του Κέιμπριτζ Άλφρεντ Νορθ Γουάιτχεντ έγραψε ότι «ο ακριβέστερος γενικός χαρακτηρισμός της ευρωπαϊκής φιλοσοφικής παράδοσης είναι ότι αποτελείται από μια σειρά υποσημειώσεων προς τον Πλάτωνα» . Και για να μην υστερήσει σε φιλελληνισμό, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, σχολιάζοντας το 1941 την ελληνική αντίσταση απέναντι στους Ιταλούς και Γερμανούς εισβολείς, συμπλήρωσε με τη διάσημη φράση: «Από εδώ και μπρος δεν θα λέμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες, αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες».

Σίγουρα οποιοσδήποτε λαός δεχόταν τόσους πολλούς επαίνους από εμβληματικούς ξένους θα δικαιούνταν να αισθάνεται τόση υπερηφάνεια για τον πολιτισμό του. Επειδή οι Έλληνες συνήθιζαν να ακούν ανθρώπους όπως ο Ζισκάρ ντ’ Εστέν να επιμένουν ότι η Ελλάδα είναι Ευρώπη και το αντίστροφο, το να απαντούν σε δημοσκόπο ότι δεν πιστεύουν ότι ο πολιτισμός τους είναι ανώτερος θα ισοδυναμούσε με αμφισβήτηση της ανωτερότητας του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Στην πραγματικότητα, από την οπτική ενός Έλληνα, ισοδυναμεί με το να ζητάς από τους Γάλλους, τους Γερμανούς, τους Ισπανούς ή τους Ολλανδούς να απαντήσουν με «ναι» ή «όχι», στην ανόητη ερώτηση: «Είναι ο ευρωπαϊκός πολιτισμός καλύτερος ή χειρότερος από άλλους πολιτισμούς;» Υπό αυτήν την έννοια, οι σύγχρονοι Έλληνες δεν είναι ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο πολιτιστικά σοβινιστές από τους Ευρωπαίους που γιορτάζουν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό σαν να μην είχαν συμβεί ποτέ οι φρικαλεότητες της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας.

Ρωτήστε, όμως, εμάς τους Έλληνες για τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό και θα λάβετε μια πολύ διαφορετική απάντηση. Φυσικά, έχουμε και εμείς τους παλαβούς υπερεθνικιστές, ορισμένοι από τους οποίους πιστεύουν ότι ο δαρβινισμός ισχύει για κάθε άνθρωπο εκτός από τους Έλληνες, που προέρχονται από κάποιο θεϊκό εξωγήινο γονίδιο. Ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία των συμπατριωτών και των συμπατριωτισσών μου εκτιμούν ελάχιστα τη σύγχρονη κουλτούρα, τους τρόπους και τις συμπεριφορές μας. Η περασμένη δεκαετία, ειδικά μετά την εκτεταμένη χρεοκοπία μας, μας οδήγησε σε κλονισμό, ανασφάλεια και μίσος προς τον εαυτό μας.

Ναι, αναγνωρίζουμε ακόμη τις λαμπερές επιτυχίες των Ελλήνων που έφυγαν από την Ελλάδα αναζητώντας μια καλύτερη ζωή αλλού. Ναι, γιορτάζουμε την εκάστοτε αθλητική νίκη και εκτιμούμε την ομορφιά της γης, της θάλασσας και του περιβάλλοντος της Ελλάδας. Ναι, διατηρούμε κάποια υπερηφάνεια για μοναδικές ελληνικές έννοιες όπως η φιλοτιμία – μια τάση να πράττουμε το καλό ως αυτοσκοπό, χωρίς αναμονή ανταλλάγματος. Αλλά ταυτόχρονα, φοβόμαστε ότι αυτές οι αρετές, φυσικές και πνευματικές, έχουν ατονήσει τρομερά τις τελευταίες δεκαετίες, εν μέρει επειδή τις παραμελήσαμε και τις «κανιβαλίσαμε» (η τερατώδης επένδυσή μας στον τουρισμό, για παράδειγμα), και εν μέρει λόγω μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης που μας βοήθησε να χάσουμε το δρόμο μας.

Όταν ο Ζισκάρ ντ’ Εστέν έδινε την ομιλία του το 1979, ένα χρόνο πριν η Βόρεια Ευρώπη μάς δεχτεί επίσημα στην ΕΕ, οι περισσότεροι Έλληνες χάρηκαν. Αλίμονο, σύντομα συνειδητοποιήσαμε ότι μια ολική απώλεια της αξιοπρέπειάς μας ήταν το βαρύ τίμημα που θα καταλήγαμε να πληρώσουμε για το προνόμιο αυτό. Με ρωτούν συχνά γιατί η Ευρώπη έβαλε εμάς τους Έλληνες πρώτα στην Κοινή Αγορά και αργότερα στο ευρώ. Η σωστή απάντηση ακούγεται απίθανη σήμερα: επειδή, το 1979, όταν ο Ζισκάρ επαινούσε με τρόπο ποιητικό τον ελληνικό πολιτισμό, το ελληνικό κράτος είχε ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα δημόσιου χρέους στην Ευρώπη και οι πολίτες του σχεδόν κανένα χρέος. Ναι, ήμασταν ένας φτωχός λαός, αλλά τα καταφέρναμε με τα πενιχρά μέσα μας, ολοζώντανα υποδείγματα φειδωλού βίου. Αυτό προσφέραμε στην ΕΕ: χαμηλό χρέος και υψηλά επίπεδα ιδιοκτησίας-ένας συνδυασμός που ήταν το ιδεώδες του δυτικού τραπεζίτη.

Ακόμη και το 1999, λίγο πριν μπούμε στο ευρώ, σχεδόν κανένας Έλληνας δεν είχε στεγαστικό δάνειο, πόσο μάλλον πιστωτική κάρτα. Ωστόσο, για να μπούμε στην Ευρώπη έπρεπε να μειώσουμε τους εμπορικούς δασμούς και, αργότερα, να καταργήσουμε τους ελέγχους κεφαλαίου. Αμέσως, ένα τσουνάμι εισαγωγών, χρημάτων και δανείων έφυγε από τη Βόρεια Ευρώπη και ήρθε στην Ελλάδα. Όχι ότι του αντισταθήκαμε, καθώς ποθούσαμε διακαώς τις υλικές παγίδες της νεωτερικότητας. Πριν το καταλάβουμε, τα εργοστάσιά μας έκλεισαν (και μετατράπηκαν σε αποθήκες για τα εισαγόμενα πλυντήρια και ψυγεία που κατασκευάζονταν κάποτε εδώ), οι τραπεζικοί μας λογαριασμοί χτύπησαν βαθύ κόκκινο, η αξιοπρέπεια και η φιλοτιμία μας κουρελιάστηκαν.

Ήταν απλώς θέμα χρόνου να σκάσει η φούσκα του παγκόσμιου χρέους και των τραπεζών, και οι ίδιοι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί που κάποτε μας επαινούσαν ως πυλώνες του δυτικού πολιτισμού να στραφούν εναντίον μας. Αγνοώντας επιλεκτικά το γεγονός ότι οι ίδιοι είχαν επιμείνει να δανειστούμε πακτωλούς από τα χρήματά τους – για να μπορέσουμε να αγοράσουμε τα αυτοκίνητά τους, τα πλυντήρια ρούχων και την υψηλή ραπτική τους – δεν δίστασαν να μας αποδώσουν κάθε λογής χαρακτηρισμούς, ακατάλληλους για αναφορά εδώ.

Ακόμη χειρότερα, σιωπηλά, αποκαλούμε και εμείς τους εαυτούς μας παρόμοια ονόματα. Όταν μιλάμε ο ένας στον άλλον, δεν έχουμε κανέναν ενδοιασμό να κάνουμε έντονη αυτοκριτική, συχνά στα όρια του μίσους προς τον εαυτό μας. Κανένας Έλληνας που ξέρω δεν θα διαφωνούσε, για παράδειγμα, με τον Ντέιβιντ Χόλντεν, τον δημοσιογράφο των Times που το 1972 παρουσίαζε την Ελλάδα ως «πλούσια σε ταλέντο και φτωχή σε πόρους, ανεπτυγμένη στα γούστα της και υπανάπτυκτη στις δυνατότητές της». Και έτσι, εν μέρει λόγω μιας κίβδηλης εμμονής να μην απογοητεύσουμε όλους όσοι μιλούν με θαυμασμό για τον ελληνικό πολιτισμό και εν μέρει λόγω του θυμού μας τόσο απέναντι στον εαυτό μας όσο και σε μια Ευρώπη που μας παρέσυρε προτού μας συμπεριφερθεί σαν ζώα που απώλεσαν την αξία τους στην αγορά, απαντάμε σε ηλίθιες έρευνες με ψεύτικη υπερηφάνεια. Φυσικά, ξέρουμε ότι είναι ψέμα — αλλά, και πάλι, η ψεύτικη υπερηφάνεια είναι η έσχατη λύση για όσους έχουν απολέσει την πραγματική.

Πηγή: unherd.com

Θέλεις να μαθαίνεις για τις δράσεις του ΜεΡΑ25; Γράψου εδώ.

Μετάβαση στο περιεχόμενο