Ο 19ος αιώνας βρήκε τον παλαιό κόσμο κατακερματισμένο σε πολλά μικρά, μεσαία και μεγάλα βασίλεια και πριγκηπάτα. Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία, ηγέτιδες της εποχής, άνοιγαν το δρόμο για μια νέα μορφή κρατικής οντότητας, το διευρυμένο Έθνος – Κράτος που εγκόλπωνε πληθυσμούς περισσότερο ή λιγότερο ετερόκλητους πολιτιστικά κάτω από την ομπρέλα του ανήκειν σε ένα Έθνος με κάποια κοινά για όλους χαρακτηριστικά και αξίες – εν πολλοίς φαντασιακά και τα δύο – που έβρισκαν πολιτική έκφραση στο Κράτος.
Στις Γερμανία και Ιταλία η πορεία αυτή παρουσίασε μια καθυστέρηση. Τα διάφορα γερμανικά πριγκηπάτα και ο έμφυτος, παραδοσιακός γερμανικός τοπικισμός από τη μία και το ετερόκλητο του πληθυσμού και των πολιτιστικών χαρακτηριστικών της ιταλικής χερσονήσου από την άλλη, τοποθέτησαν τις δύο χώρες στη θέση του ουραγού αναφορικά με τον πολιτικό εκμοντερνισμό, κάνοντας επιτακτική την ανάγκη δημιουργίας μιας ιδεολογικής συγκολλητικής ουσίας.
Δυο συνθέτες του 19ου αιώνα έμελλε να διαδραματίσουν αυτό τον ρόλο για τα έθνη τους: ο Τζιουζέπε Βέρντι για την Ιταλία και ο Ρίχαρντ Βάγκνερ για τη Γερμανία. Οι δυο τους κατόρθωσαν να εκφράσουν καλλιτεχνικά τα αντίστοιχα έθνη τους που εκκολάπτονταν κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, το ιταλικό μέσα από τους Ναπολεόντειους πολέμους και το γερμανικό μέσα από τις διαμάχες των διάφορων γερμανικών πριγκηπάτων μεταξύ τους. Οι δύο άνδρες γεννήθηκαν την ίδια χρονιά, το 1813, και η ενοποίηση των χωρών τους σε κρατική οντότητα με την επιταγή της στέρεης εθνικής βάσης, έλαβε χώρα το το 1861 για την Ιταλία και το 1871 για τη Γερμανία.
O Ριγκολέτος, η εμβληματική όπερα του Βέρντι με ήρωες τον ερωτύλο δούκα της Μάντοβας, την θελκτική και κυρίως ασταθή (la donna è mobile) Τζίλντα και τον ορκισμένο για εκδίκηση πατέρα της Τζίλντα και υπηρέτη του δούκα, Ριγκολετο, προσπαθεί να αντηχήσει πανιταλικές αξίες. Το λιμπρέτο εστιάζει σε δύο σημεία, τον ερωτισμό της ιταλικής ψυχής και το αίσθημα της τιμής που είναι διαταξικό, δυο κατεξοχήν απλά, κατανοητά και απαντημένα σε όλη την χερσόνησο στοιχεία. O ρομαντισμός του Βέρντι είναι γήινος σε νοήματα: έρωτας και εθιμικό δίκαιο που διαπλέκονται συγκρουσιακά για να φτιάξουν τον Nuovo Uomo, τον Ιταλό. Ο Βέρντι είναι η αιτία που σε κάθε ιταλική πόλη χτίστηκε όπερα, και είναι αυτός που απάντησε με τον βέλτιστο δυνατό τρόπο στην αγωνία του Γκαριμπάλντι, όπως αυτή εκφράστηκε απο τη γνωστή του φράση: «φτιάξαμε την Ιταλία, ας φτιάξουμε τώρα και τους ιταλούς». Ο ανθρωπότυπος του Ιταλού προϋπέθετε την ανάμειξη των κατα τόπους πολιτιστικών στοιχείων της χερσονήσου, όπου σε πρακτικό επίπεδο μεταφραζόταν σε «μεικτούς» γάμους βόρειων με νότιους, Λομβαρδών με Σικελούς φερ’ειπείν, ώστε να δημιουργηθούν οικογένειες που θα έχουν στο μικροαφήγημά τους στοιχεία απο όλη τη χερσόνησο. Ο Βέρντι προσέφερε την ιδεολογική βάση για αυτό το άνοιγμα.
o Λουτσιάνο Παβαρότι ερμηνεύει «la donna e mobile» στη Μόσχα το 1964
Aντίθετα ο Βάγκνερ στο Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν προσεγγίζει τον ρομαντισμό ιδεαλιστικά, μιλώντας για ημίθεους και κόσμους υπερβατικούς, μήτρες του Έθνους, με έναν διάχυτο επικό μυστικισμό, τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά. Σε αντίθεση με τον Βέρντι που δεν επιχείρησε να δημιουργήσει μια ιταλική εθνική συνείδηση βασισμένη στην ιστορικότητα του ιταλικού έθνους, κάτι που και πρακτικά θα αποτύγχανε ακριβώς λόγω του ετερόκλητου πολιτισμικού και ιστορικού υπόβαθρου των πληθυσμών της ιταλικής χερσονήσου, ο Βάγκνερ βασίστηκε ακριβώς σε αυτό, λειτουργώντας σαν τον γερμανό Ησίοδο, προσφέροντας την γερμανική κοσμογονία. Να σημειωθεί πως και το λιμπρέτο είναι του ιδίου του Βάγκνερ.
Η Επέλαση των Βαλκυριών
Οι ναζί προσπάθησαν με κάθε τρόπο να εκμεταλλευτούν εως προσεταιριστούν τα έργα του Βάγκνερ τα οποία με τον χειμαρρώδη ρομαντισμό τους, έμπλεκαν τον μύθο με την πραγματικότητα, συσκοτίζοντας τα πράγματα σε αυτούς που η ματιά τους έφτανε μόνο μέχρι την επιφάνεια, σε αυτούς που λαχταρούσαν απλοϊκές αλλά και ταυτόχρονα μεγαλειώδεις εξηγήσεις.
Μάλιστα κατά τα χρόνια της ναζιστικής διακυβέρνησης, ο Χίτλερ ήταν το τιμώμενο πρόσωπο στο φεστιβάλ του Μπαϋρόυτ (το φεστιβάλ που είναι αφιερωμένο στα έργα του Βάγκνερ) μιας και η νύφη του Βάγκνερ, η γυναίκα του γιού του, έτρεφε για τον Χίτλερ τουλάχιστον θαυμασμό, αν όχι και έρωτα, επειδή θεωρούσε πως αποτελούσε έναν ημίθεο από τη Βαλχάλα, έναν σύγχρονο ήρωα του γερμανικού έθνους, που ερχόταν από το παρελθόν για να πραγματώσει το μεγαλείο του γερμανικού έθνους στο παρόν και το μέλλον. Ο Γούντυ Άλλεν έλεγε χιουμοριστικά: «Δεν μπορώ να ακούω για πολλή ώρα Βάγκνερ, με πιάνει η επιθυμία να εισβάλλω στην Πολωνία».
Ο Μουσολίνι επιχείρησε να δώσει ιστορικό βάθος στο ιταλικό εθνικό αφήγημα, κάνοντας ιστορικό μακροβούτι, πηγαίνοντας πίσω στους Ρωμαίους, μη καταφέρνοντας όμως να πείσει και να φανατίσει όσο ο μικρός θαυμαστής του, ο Χίτλερ. Ο τελευταίος βρήκε σαφώς πιο ευήκοα ώτα ακριβώς λόγω της διαφοράς του θεμέλιου μύθου των δύο εθνογενέσεων.
του Αλέξη Σμυρλή, μέλους DiEM25 – ΜέΡΑ25
Θέλεις να μαθαίνεις για τις δράσεις του ΜεΡΑ25; Γράψου εδώ.