Τομέας Υγείας: Υποχρεωτικοί εμβολιασμοί, τώρα και μετά

Ανακοινώσεις ΜέΡΑ25
03 Δεκ, 2020

Η εμβολιαστική ιατρική είναι απολύτως χρήσιμη ως μέρος της προληπτικής ιατρικής και έχει σαφώς κοινωνιοκεντρικό χαρακτήρα, αποσκοπώντας στην προστασία του συνόλου και όχι του ατόμου-ιδιώτη. Ο μαζικός εμβολιασμός είναι μια πράξη επιστημονικά-ιατρικά πολύ πιο σύνθετη από τον ατομικό εμβολιασμό, καθώς ο σκοπός της δεν είναι η ατομική ανοσία, αλλά η ανοσία πληθυσμού. Ωστόσο, το σημαντικότερο, η θέσπιση του υποχρεωτικού μαζικού εμβολιασμού συνοδεύεται ανέκαθεν από σημαντικές πολιτικές προεκτάσεις. Ειδικά αναφορικά με το συγκεκριμένο εμβολιασμό κατά της CoViD-19, πολλοί διατηρούμε επιπρόσθετες σοβαρές επιφυλάξεις και ενστάσεις. Αναγνωρίζοντας καταρχήν την επείγουσα ανάγκη προστασίας της δημόσιας υγείας από την εξάπλωση της πανδημίας CoViD-19 με κάθε διαθέσιμο μέσο, ωστόσο, με τη διάθεση να ανοίξουμε ένα γόνιμο διάλογο, θέτουμε προς προβληματισμό τα εξής:

Πιστεύουμε ότι ειδικότερα με την αποδοχή της εισαγωγής περιορισμών σε δυνατότητες όσων δεν εμβολιαστούν, α) αποδεχόμαστε ένα πολύ μεγάλο και χειροπιαστό κίνδυνο χάριν ενός β) μη επιβεβαιωμένου οφέλους όταν μάλιστα γ) δεν έχουμε εξαντλήσει τις άλλες τακτικές αναχαίτισης της πανδημίας και προσαρμογής της οικονομικής και κοινωνικής ζωής σε αυτήν και ενώ δ) ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύει η πανδημία είναι σαφώς μεγάλος αλλά όχι και της κλίμακας εκείνης η οποία απαιτεί αδιάκριτες θυσίες ως προς την ατομική ελευθερία.Η δημιουργία ενός τέτοιου προηγούμενου ανοίγει το δρόμο προς εκμετάλλευση και αναπαραγωγή του από μελλοντικές αντικοινωνικές ατζέντες, απευκταίες αλλά ορατές.

(α) Μεγάλος και χειροπιαστός κίνδυνος: ο πρώτος κίνδυνος είναι ο ιατρικός. Ενδεικτικά, το εμβόλιο μιας εξίσου σοβαρής ιογενούς νόσου, της ιλαράς, πρωτοκυκλοφόρησε το 1963, αλλά κανείς γιατρός τότε δεν διανοήθηκε να εισηγηθεί υποχρεωτικό μαζικό εμβολιασμό πριν από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, περίπου 15 χρόνια μετά. Τα εμβόλια που θα κυκλοφορήσουν δοκιμάστηκαν μόνο για μερικούς μήνες, για έναν ιό καινοφανή, ο οποίος μάλιστα τεκμηριωμένα προκαλεί ειδικές αντιδράσεις από το ανοσοποιητικό σύστημα μεγάλης μερίδας των προσβεβλημένων (καταιγίδα κυτταροκινών) με ανεξήγητο προς το παρόν μηχανισμό. Οι βιολογικοί χρόνοι, υπεύθυνοι για κάποιες από τις ενδεχόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες, σε πολλές περιπτώσεις υπερβαίνουν τη δεκαετία. Επίσης, δεν έχει ξεκαθαριστεί κατά πόσον όσοι έχουν αντισώματα είναι ωφέλιμο ή επικίνδυνο να υποβληθούν στον εμβολιασμό (ή/και αν θα πρέπει να προηγηθεί τέτοιος έλεγχος).

β) Μη επιβεβαιωμένο όφελος: εδώ, ο κίνδυνος δεν είναι το ίδιο το εμβόλιο, αλλά το να μη δράσει το εμβόλιο! Η αποτελεσματικότητα που ανακοινώθηκε αφορά αποκλειστικά την ατομική προστασία και αυτήν όχι από τη μόλυνση και νόσηση, αλλά από τη βαριά νόσηση. Έτσι, κατά κανένα τρόπο δεν συνάγεται, παρά μόνο ελπίζεται, ότι η αποτελεσματικότητα του εμβολιασμού θα μεταφραστεί σύντομα σε μετριασμό της πίεσης στα συστήματα υγείας και συνεπώς και σε χαλάρωση των μέτρων αποστασιοποίησης. Παράλληλα, ξεχνάμε ότι μιλάμε για νόσο με πολύ μεγάλη εξατομίκευση της βαρύτητάς της, με τρόπους ήδη γνωστούς (ευπαθείς ομάδες). Επομένως, η αποτελεσματικότητα του εμβολιασμού μόνο των ευπαθών ομάδων στηρίζεται με επιστημονικό επιχείρημα πιο ισχυρό από το επιχείρημα της ανοσίας πληθυσμού.

γ) Μονομέρεια αντιμετώπισης: παρατηρείται στην Ελλάδα και σε πολλές χώρες μια ύποπτα μονομερής, όπως φαίνεται, επικέντρωση στην υγειονομική επένδυση σε έναν υπό τέτοιους όρους εμβολιασμό, όταν τόσα αλλά μέτρα, όπως η ενδυνάμωση της νοσοκομειακής και της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, η μαζική διάγνωση, η στήριξη του υγειονομικού προσωπικού, η διαφάνεια των δεδομένων και των αποφάσεων, δεν λήφθηκαν ποτέ, ούτε καν συζητιούνται σοβαρά. Οι κυβερνήσεις αβασάνιστα υιοθέτησαν μια πολιτική «από την καραντίνα στον εμβολιασμό».

δ) Αδιάκριτες θυσίες ελευθεριών:

Ο επιστημονικός διάλογος υπό την απόλυτη κυβερνητική κηδεμόνευση -όπως γίνεται μέχρι τώρα- δεν μπορεί ούτε αποδοτικός αλλά ούτε καν επιστημονικός να είναι, χειροτερεύοντας έτσι την θέση και την υγεία των πολιτών. Για το ξεπέρασμα της υγειονομικής κρίσης, το μόνο που δεν χρειάζεται η χώρα μας είναι οι προκαθορισμένες συζητήσεις σε στεγανά δωμάτια βάσει της μεσσιανικής αντίληψης της ΝΔ για τη λήψη αποφάσεων.

Ο συγκεκριμένος υποχρεωτικός εμβολιασμός δεν ξεφεύγει από τον κανόνα του αυταρχισμού, ως καταφύγιο της αποτυχίας εκπόνησης πολιτικής που να συνδυάζει τις κοινωνικές προτεραιότητες με τη νεοφιλελεύθερη κυβερνητική ατζέντα. Ούτε και από τον κανόνα της επικοινωνιακής χρήσης του, ως μοναδικής υπόσχεσης προς την κοινωνία περί ενός τρόπου εξόδου από τη ζοφερή της πραγματικότητα. Έτσι, ζητήθηκε επίσημα η συναίνεση των κομμάτων χωρίς να προηγηθεί κανένας επί της ουσίας δημοκρατικός διάλογος. Ούτε και για τον εμβολιασμό, όπως και για όλες τις αποφάσεις που έχουν ληφθεί μέχρι σήμερα. Επομένως, η διαδικασία της απόφασης νοσεί όσο και για τις προηγούμενες αποφάσεις και αυτό αφορά τη δημοκρατία και όχι την ιατρική επιστήμη.

Οι ιατρικά ηθικές προϋποθέσεις ενός μαζικού εμβολιασμού είναι να έχει ορισθεί και μετρηθεί επαρκώς ο κίνδυνος για τη δημόσια υγεία, η αποτελεσματικότητα να είναι μελετημένη και επαρκής, η αποτελεσματικότητα να αντισταθμίζει κατά τάξεις μεγέθους τους πιθανούς κινδύνους, οι κίνδυνοι να μην ξεπερνούν αυτούς που συνεπάγεται το αντιμετωπιζόμενο νόσημα, να υπάρχει η ατομική συγκατάθεση προς τον εμβολιασμό όπως και προς οποιαδήποτε άλλη παρεμβατική ιατρική πράξη και εδώ συμπεριλαμβάνεται και κάθε μορφή εκβιασμού, όπως π.χ. η στέρηση δικαιωμάτων. Σημειώνεται επίσης, ότι τα εμβόλια ως ιατρική πράξη οφείλουν να μην επιτείνουν την κοινωνική ανισότητα, όντας διαθέσιμα δωρεάν και προεκτείνοντας το παραπάνω σε παγκόσμιο επίπεδο, τα εμβόλια δεν πρέπει να επιτείνουν την ανισότητα μεταξύ των κρατών.

Συμπερασματικά:

α) Η αγωνία «να τελειώνουμε με την πανδημία», η βιασύνη υιοθέτησης υποχρεωτικού εμβολιασμού άνευ άλλων όρων και με τη χρήση εκβιαστικών πρακτικών υπερβαίνει τις ευρύτερες κοινωνικές ανάγκες, συνδυαστικά υγειονομικές και κοινωνικές λειτουργεί αντιπαραγωγικά, ως εκ τούτου δεν δικαιολογείται.

β) ο εμβολιασμός κατά της CoViD-19 οφείλει στην παρούσα φάση να μην καταστεί υποχρεωτικός μέσω του αποκλεισμού των μη εμβολιασμένων από δραστηριότητες που αφορούν τα κοινά.

γ) Εναλλακτικά, προτείνεται η υποχρέωση της ιατρικής εκτίμησης του πιθανού αυξημένου κινδύνου από την CoViD-19, καθενός ξεχωριστά, αποκλειστικά σύμφωνα με τη γνώμη του οικογενειακού ή θεράποντα ιατρού τους και ακολούθως η ανάλογη γνωμάτευση ως προς την ανάγκη εμβολιασμού.

δ) Ταυτόχρονα, το εμβόλιο θα πρέπει να το δικαιούνται δωρεάν και όλοι όσοι με δική τους απόφαση αισθάνονται ότι διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο.

ε) Με την παρούσα αφορμή, ένα ζήτημα που πρέπει να ρυθμιστεί είναι ο διαρκής δημοκρατικός έλεγχος της υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών. Με το νόμο 4675 / 2020, επί του παρόντος προβλέπεται, ο έλεγχος των εμβολιασμών να ασκείται από 21-μελή επιτροπή (ΕΕΔΥ), που αναφέρεται μόνο στον Υπουργό Υγείας και συστήνεται με ασαφή – αδιαφανή κριτήρια. Δεδομένης όμως της διαρκώς λεπτής ισορροπίας μεταξύ υγειονομικών και συνταγματικών επιταγών, οι αποφάσεις αυτές θα πρέπει να τελούν υπό το διαρκή έλεγχο μεικτής επιτροπής, επιστημονικής και διακομματικής, ώστε να διασφαλιστεί τώρα και μελλοντικά η πιθανότητα κατάχρησης των υγειονομικών διατάξεων για λόγους μη υγειονομικούς. Η επιτροπή αυτή, εφόσον συστηθεί, αντικαθιστά την ΕΕΔΥ και θα μπορεί να αναθεωρεί σε τακτική βάση τα νέα δεδομένα, ώστε αναλόγως αυτών να εισηγείται τροποποιήσεις προς τον Υπουργό Υγείας.

Θέλεις να μαθαίνεις για τις δράσεις του ΜεΡΑ25; Γράψου εδώ.

Μετάβαση στο περιεχόμενο