Το εγχείρημα των κυβερνήσεων Τσίπρα – Μητσοτάκη να απομονώσουν την Τουρκία μέσω στρατηγικών συμμαχιών με Ισραήλ, ΗΠΑ, δικτατορικού καθεστώτος της Αιγύπτου, Exxon-Mobil και Total εξελίχθηκε σε φιάσκο. Αυτό είναι το μόνο ασφαλές συμπέρασμα από τις πρόσφατες εξελίξεις.
Άρθρο του Γιάνη Βαρουφάκη στην ΕΦ.ΣΥΝ.
Οπως το ΜέΡΑ25 προέβλεπε από το 2018, η προσπάθεια των ελληνικών κυβερνήσεων να κάνουν «φίλους» τους «εχθρούς» του «εχθρού», τελικά απομόνωσε την ελληνική διπλωματία, απέτυχε να παραγάγει την οποιαδήποτε εξασφάλιση σε περίπτωση θερμού επεισοδίου στο Αιγαίο και περιόρισε τις επαφές και σχέσεις που είχαν δημιουργηθεί το προηγούμενο διάστημα τόσο στην περιοχή των Βαλκανίων όσο και στον Ευρωπαϊκό Νότο.
Αντίθετα με την ελληνική εξωτερική πολιτική, η οποία χαρακτηρίζεται από πάγια τακτική αλλά ρευστή στρατηγική, η τουρκική εξωτερική πολιτική έχει πάγια στρατηγική αλλά συνεχώς προσαρμόσιμη στις περιστάσεις τακτική. Το αποτέλεσμα είναι το τουρκικό καθεστώς να έχει πετύχει τον στόχο του: η Τουρκία είναι, σήμερα, η μεγαλύτερη ντε φάκτο περιφερειακή δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η κατάρρευση της Αιγύπτου μετά την «αραβική άνοιξη», η διάλυση της Συρίας μετά την εισβολή και διάλυση του Ιράκ, ο εγκλωβισμός της Σαουδικής Αραβίας στον πόλεμο στην Υεμένη, η αποδόμηση της Λιβύης και, τέλος, η αναδίπλωση των ΗΠΑ από τη Μέση Ανατολή (στρατηγική επιλογή του Ντ. Τραμπ), έφεραν στην επιφάνεια ένα τρίγωνο ισχύος: Τουρκία – Ιράν – Ισραήλ. Με το Ισραήλ επικεντρωμένο στον ζωτικό του χώρο, ο οποίος περιορίζεται μεταξύ Κύπρου και Ιράν, και με το Ιράν να προετοιμάζεται για επικείμενη σύγκρουση με τις ΗΠΑ, η μόνη περιφερειακή δύναμη με δυνατότητα προβολής της ισχύος της από τη Λιβύη μέχρι τη Συρία είναι η Τουρκία.
Το εγχείρημα των ελληνικών κυβερνήσεων να περικυκλωθεί η Τουρκία από εξορυκτικά τρυπάνια και πλατφόρμες, στο πλαίσιο της προαναφερθείσας συμφωνίας με Νετανιάχου, Exxon-Mobil και σία, ήταν θείο δώρο για τον Ερντογάν – καθώς του έδωσε εξαιρετική ευκαιρία (α) να ενώσει την τουρκική κοινή γνώμη εναντίον της Ελλάδας, (β) να βγάλει τα δικά του τρυπάνια στα πελάγη της Ανατολικής Μεσογείου και (γ) να χτίσει γέφυρα με τη Λιβύη, κάνοντας ρελάνς στην ελληνική γέφυρα με Ισραήλ.
Πάγιος στόχος του τουρκικού καθεστώτος, τόσο των κεμαλιστών όσο και του Ερντογάν, ήταν και παραμένει η παγίδευση των ελληνικών κυβερνήσεων σε διαπραγματεύσεις για «ρευστές» διεκδικήσεις της Αγκυρας, και όχι μόνο υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Την ευκαιρία που οι ελληνικές κυβερνήσεις δώρισαν στον Ερντογάν, να ρίξει τη γέφυρα προς Λιβύη, την εκμεταλλεύτηκε τα μέγιστα.
Με την κυβέρνηση Μητσοτάκη να «αγκαλιάζει» τον πολέμαρχο Χάφταρ, σε μια άπελπι προσπάθεια διεμβόλισης των τουρκολιβυκών συμφωνιών, αλλά χωρίς βέβαια καμία δυνατότητα παρέμβασης στον λιβυκό εμφύλιο, ο Ερντογάν άρπαξε την ευκαιρία για να αποδείξει ότι τις δικές του επιλογές στη Λιβύη μπορεί να τις στηρίξει στρατιωτικά. Αποτέλεσμα ήταν η Τουρκία να γυρίσει τον πόλεμο εναντίον του Χάφταρ, τον οποίο στηρίζει ο Πούτιν, κι έτσι ο Τούρκος πρόεδρος να κερδίσει την εύνοια του Λευκού Οίκου που με χαρά βλέπει την Τουρκία να περιορίζει τις φιλοδοξίες της Ρωσίας τόσο στη Λιβύη όσο και στη Συρία.
Κάπως έτσι η ελληνική κυβέρνηση έμεινε θλιβερός παρατηρητής, πλήρως απομονωμένη, να βαυκαλίζεται ότι είναι θετικές για την Ελλάδα κάποιες ανούσιες δηλώσεις Ευρωπαίων και Αμερικανών αξιωματούχων. Κάπως έτσι η χώρα μας έμεινε απροστάτευτη εν μέσω μιας περιφερειακής δίνης που οι άφρονες μνημονιακές κυβερνήσεις βοήθησαν να γιγαντωθεί μέσα από άθλιες συμφωνίες.
«Και η Ευρωπαϊκή Ενωση, η Γερμανία;» θα ρωτήσει κανείς. Ο,τι και να λέει η κυβέρνηση, για τη Γερμανία και εν γένει τους ισχυρούς της Ε.Ε., η Τουρκία παραμένει κορυφαίος εταίρος τους. Οι επαναλαμβανόμενες πανομοιότυπες ανακοινώσεις περί καταδίκης της Τουρκίας σε λεκτικό επίπεδο, είναι στο όριο του γραφικού. Ο Ζοζέπ Μπορέλ ήταν ξεκάθαρος: η Ε.Ε. επιθυμεί αποκλιμάκωση της έντασης στην Ανατολική Μεσόγειο και διμερή διάλογο Ελλάδας – Τουρκίας.
Οσο για τη Γερμανία, θέλει να τελειώνει με το «αγκάθι» της ελληνοτουρκικής διαφοράς. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα από τη συμμετοχή του υπουργού Εξωτερικών της Γερμανίας Χάικο Μάας στη συνάντηση Μπορέλ, Δένδια, Χριστοδουλίδη στις Βρυξέλλες. Η δημόσια ανακοίνωση από τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών της «μυστικής συνάντησης» δεν έγινε, όπως ερμηνεύτηκε από την Αθήνα, ως κίνηση για τη δημιουργία εσωτερικών πολιτικών αντιθέσεων, αλλά για τη δέσμευση σε διάλογο πέραν υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, με βάση την τουρκική ισχύ.
Και σαν να μην έφτανε το στρατηγικό φιάσκο, είχαμε και μια σειρά από μικρές αλλά σημαντικές αστοχίες. Παραδείγματος χάριν, η ελληνική πλευρά απέτυχε να «διαβάσει» τις προθέσεις και τις κινήσεις του Τούρκου προέδρου προ των συναντήσεων Ερντογάν – Μητσοτάκη. Χαρακτηριστικά, μετά τη συνάντηση της Νέας Υόρκης τον Σεπτέμβριο του 2019, υπογράφηκαν τα δυο τουρκολιβυκά μνημόνια, ενώ μετά τη συνάντηση του Λονδίνου, ήρθε η ένταση στον Εβρο. Πιο πρόσφατα, λίγο μετά την τηλεφωνική επικοινωνία Μητσοτάκη – Ερντογάν υπογράφηκε το προεδρικό διάταγμα για την αλλαγή του χαρακτήρα της Αγίας Σοφίας από μουσείο σε τέμενος.
Και τώρα; Πολύ φοβάμαι ότι η κυβέρνηση, προκειμένου να καλλιεργήσει το απαιτούμενο κλίμα για να δεχτεί τον διάλογο με την Τουρκία υπό όρους Βερολίνου, βλέπει με καλό μάτι μια θετικά ελεγχόμενη ένταση με την Τουρκία, ίσως και ένα ήσσονος σημασίας θερμό επεισόδιο – μια δικαιολογία για να αποδεχτεί και δημοσίως τις δεσμεύσεις Μητσοτάκη προς το Βερολίνο. Η σιωπηλή συναίνεση του ΣΥΡΙΖΑ προς αυτήν την κατεύθυνση ολοκληρώνει το φιάσκο της εξωτερικής πολιτικής των μνημονιακών κυβερνήσεων.
Θέλεις να μαθαίνεις για τις δράσεις του ΜεΡΑ25; Γράψου εδώ.