Η ιστορία του εν Ελλάδι παρτακισμού ξεκινά από την ίδρυση του νεοελληνικού κρατιδίου. Ο Γιάννης Σκαρίμπας έγραφε πως η ελληνική επανάσταση απέτυχε καθώς το μόνο που κατάφερε τελικά ήταν να αναβαθμίσει πολιτικά τους ήδη δυνάστες του λαού: τους κοτζαμπάσηδες. Το μόνο που ενδιέφερε τους τελευταίους ήταν η προσωπική νομή των δανείων. Ακόμα και κατά τη διάρκεια της επανάστασης, οι κοτζαμπάσηδες δεν δίσταζαν να θέτουν την ίδια την ύπαρξή της σε κίνδυνο πολεμώντας μεταξύ τους για τα δάνεια. και μετά όμως την επιτυχή έκβαση της, το μοτίβο δεν άλλαξε: ο Μιαούλης έκαψε μια φρεγάτα, με το όνομα Ελλάς, και μια κορβέτα με το όνομα Ύδρα (η πατρίδα για την οποία πολέμησε να λευτερωθεί και να καταστεί κράτος ανεξάρτητο και η ιδιαίτερη πατρίδα του αντίστοιχα), εκβιάζοντας την κυβέρνηση να του δώσει κατά προτεραιότητα άλλων αναγκών της, όπως οι υποδομές του κράτους που γεννιόταν κυριολεκτικά εκείνη την εποχή, αποζημίωση για τα πλοία που έχασε στη διάρκεια της επανάστασης. Περισσότερο ως επιχειρηματίας είχε μπει στο ’21 ο Μιαούλης όπως φαίνεται παρά ως πατριώτης. οι δε Μαυρομιχαλαίοι φάγανε τον Κυβερνήτη κυρίως επειδή ήθελε να τους πάρει τη μεσσηνιακή Μάνη, που σαν άλλοι Σπαρτιάτες νέμονταν προνομιακά έχοντας δουλοπάροικους τους αγρότες, και να την μοιράσει σε εκείνους που την δούλευαν. Οι Γάλλοι τους προσέφεραν πολιτική κάλυψη και ο Κυβέρνητης έπεφτε νεκρός. Η όποια ελπίδα για δημιουργία σοβαρού αστικού κράτους έσβησε μαζί του.
Ο παρτακισμός εκδηλώθηκε εξαρχής, είναι συστατικό στοιχείο του νεοελληνικού κράτους. Οι κάτω βέβαια απλώς το έβλεπαν να συμβαίνει ερήμην τους. Το δημόσιο χρήμα δεν ήταν προσπελάσιμο σε αυτούς. Το κράτος δεν είχε υποδομές, τα δάνεια δεν πήγαιναν σε έργα αλλά σε τσέπες, η ζωή ήταν πολύ δύσκολη για τους πολλούς και η αλληλεγγύη πράγματι υπήρχε σε μεγάλο βαθμό, υλιστικά όμως, όχι λόγω κάποιας εγγενούς καλοσύνης. Χωρίς την αλληλεγγύη της γειτονιάς, του χωριού, το μεμονωμένο άτομο απλώς δεν μπορούσε να επιβιώσει.
Μετεμφυλιακά, το σκληρό δεξιό κράτος που επιβλήθηκε με τις ευλογίες των νέων προστατών, των αμερικανών, έδειξε πως σημαντική μερίδα πληθυσμού είχε εμποτιστεί με αυτό το όνειρο του κοτζαμπασισμού. Οι δοσίλογοι και οι ταγματασφαλίτες που στελέχωσαν το μετεμφυλιακό κράτος και οι γερολαδάδες που πλούτισαν από τη δυστυχία των συμπατριωτών τους και έγιναν οι μεταπολεμικοί χρηματοδότες της αντιπαροχής, του λεγόμενου ελληνικού θαύματος, ενώ προέρχονταν από τον πάτο της κοινωνίας, το όνειρο τους ήταν να γίνουν ακριβώς σαν τους από πάνω. Ο μισός και πλέον πληθυσμός διωκόταν, εξορίζονταν, έφευγε γκασταρμπάιτερ και ο υπόλοιπος ανεχόταν την λούμπεν μεγαλοαστική τάξη από φόβο και φθόνο.
Το κράτος εξακολουθούσε να έχει μηδαμινές υποδομές καθώς η κρατική ρευστότητα επιφυλασσόταν αποκλειστικά για τους λίγους, τυπικά νεοελληνικά πράγματα δηλαδή μέχρι τότε. Στις πόλεις οι ιδιωτικές κλινικές έβριθαν ενώ το κράτος μοίραζε αβέρτα δις και τρις δραχμές στους μεγαλοεπιχειρηματίες, οι οποίοι κατά την προσφιλή τους συνήθεια τα έσπρωχαν στην Ελβετία, οι λεγόμενοι ελβετόψυχοι. Τι έκανε το κράτος; Πως αντιδρούσε; Απλώς τους “πάγωνε τις πιστώσεις”, δηλαδή έλεγε “δεν πειράζει άμα δεν έχεις, βάζω το χρέος σου στον πάγο, μην ανησυχείς”.
Η πρακτική στη Χούντα ήταν γνωστή ως θαλασσοδάνεια και η κορύφωσή της έγινε στην δεύτερη μεταπολιτευτική κυβέρνηση του Καραμανλή, ο οποίος προσέφερε πακτωλό επιδοτήσεων στην επιχειρηματική ελίτ της εποχής για να εκσυγχρονίσει υποτίθεται τον κεφαλαιουχικό εξοπλισμό των εργοστασίων ενόψει ΕΟΚ, εμπόριο δηλαδή χωρίς προστατευτισμό. Κλασικά τα λεφτά κατέληξαν στην Ελβετία και οι επιχειρήσεις τεχνιέντως χρεοκοπημένες και αφημένες στη μοίρα τους. Οι επιχειρήσεις αυτές είναι οι γνωστές προβληματικές, προίκα της δεξιάς στο ΠΑΣΟΚ.
Κι ερχόμαστε στη ΠΑΣΟΚΑΡΑ. Αυτό που έκανε ο Αντρέας ήταν να τροφοδοτήσει τον παρτακισμό με την πιο ισχυρή καύσιμη ύλη: το χρήμα. Για πρώτη φορά στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους, το δημόσιο χρήμα κοινωνικοποιήθηκε πλήρως και κάθετα. “Δώσε και σε μένα μπάρμπα” ήταν η φάση. Επεκτατική οικονομική πολιτική που δεν είχε ξαναγίνει. Το ΠΑΣΟΚ δημιούργησε ευρεία μεσαία τάξη στην Ελλάδα και αυτή με τη σειρά της μπόρεσε επιτέλους να ιδιωτεύσει, να στραφεί από το κοινωνικό στο ΕΓΩ.
Η τρομερή ατσαλοσύνη με την οποία εκδηλώθηκε αυτή η επέκταση στην ίδια την κοινωνία εδράζεται ακριβώς στο γεγονός της ανυπαρξίας πραγματικής αστικής κουλτούρας που θα λειτουργούσε ως μπούσουλας στους νεο-μεσαίους. Η νόρμα ήταν οι κατσαπλιάδες που είχαν γίνει βιομήχανοι και μεγαλοεργολάβοι και οι κλεφτοκοτάδες που είχαν γίνει ανώτεροι και ανώτατοι κρατικοί υπάλληλοι. Αυτούς έβλεπε τόσα χρόνια ο λαός να καλοπερνούν, αυτούς αντέγραψε. Το κράτος ήταν εγγεγραμμένο στη συνείδηση μεγάλης μερίδας του πληθυσμού ως λάφυρο έτοιμο για πλιάτσικο, ως κάτι “ξένο από μένα που ήρθε επιτέλους η σειρά μου να το λεηλατήσω”. Το ΠΑΣΟΚ απλώς έθεσε σε τριπλοβάρδιες τις πρέσες στον Χολαργό και φυσικά χάιδεψε, εν τέλει, αυτό το κύμα των αφιονισμένων για ιδιώτευση ελλήνων.
Όπως και να ‘χει, η ιδιώτευση είναι γλυκειά αλλά συσκοτίζει την μακροθεώρηση κάνοντας το υποκείμενο να έχει αυταπάτες πως πάντα έτσι θα είναι… Και κάπως έτσι φτάσαμε εδώ που φτάσαμε…
Αλέξης Σμυρλής, μέλος DiEM25 – ΜέΡΑ25
Θέλεις να μαθαίνεις για τις δράσεις του ΜεΡΑ25; Γράψου εδώ.