Μαρία Απατζίδη: Το δημόσιο νοσοκομείο γίνεται πεδίο άγρας πελατών για τα ιδιωτικά ιατρεία

Αναδημοσιεύσεις
04 Δεκ, 2022

Το νομοσχέδιο του Υπουργείου Υγείας που ήρθε προς ψήφιση στο Ελληνικό Κοινοβούλιο δίνει τη χαριστική βολή στον δημόσιο χαρακτήρα της υγείας, προκαλώντας τις εντονότατες αντιδράσεις όλων των εμπλεκόμενων φορέων, καθώς και των πολιτών που δίνουν δυναμικό παρών με κινητοποιήσεις. Η κυβέρνηση, κατά την πάγια και γνωστή πλέον τακτική της, εκμεταλλεύεται οξυμμένα υπαρκτά προβλήματα του δημόσιου συστήματος υγείας, από τα οποία μάλιστα πολλά τα δημιούργησε η ίδια, με τον σκοπό να κινηθεί προς την εμπορευματοποίηση των δημόσιων νοσοκομείων σε βάρος τόσο των ασθενών όσο και των υγειονομικών.

Η συνέπεια ειδικά του άρθρου 10 του νομοσχεδίου είναι ότι τα νοσοκομεία εν γένει αποκτούν μια λογική ιδιωτικών κλινικών και τελικά θα γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης από μεγάλα funds, eν προκειμένω τη CVC, το fund που εκτός από τη ΔΕΗ θα δραστηριοποιείται πλέον και τον τομέα της Υγείας. Με αποτέλεσμα πως ό,τι καταστροφή είδαμε στην ενέργεια, που ο λαός δεν μπορεί πλέον να πληρώσει τους λογαριασμούς του ρεύματος και δεν μπορεί να ζεσταθεί μέσα στον χειμώνα, την ίδια και μεγαλύτερη θα δούμε στον τομέα της υγείας· μόνο που εδώ πρόκειται κυριολεκτικά για ένα ζήτημα ζωής και θανάτου.

Επιπλέον, θα δημιουργηθούν γιατροί πολλών ταχυτήτων, καθώς κάποιοι θα χρησιμοποιούν το δημόσιο, για να έχουν πελάτες στον ιδιωτικό τομέα, τη στιγμή που άλλοι δεν θα μπορούν να το κάνουν αυτό, ενώ και οι ιδιώτες γιατροί που δεν θα έχουν αυτή τη δυνατότητα, θα υφίστανται αθέμιτο ανταγωνισμό. Οι αλλαγές που προτείνονται ως σωτήριες από τη κυβέρνηση είναι φυσική συνέχεια αυτών που έχουν προωθήσει όλες οι μνημονιακές κυβερνήσεις: Απογευματινά ιατρεία, απογευματινά χειρουργεία, διεύρυνση των ελαστικών εργασιακών σχέσεων, με αποτέλεσμα τη συνεχιζόμενη υποβάθμιση και συρρίκνωση των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας. Η υγεία μετατρέπεται σε ένα όλο και πιο δυσπρόσιτο και ακριβό εμπόρευμα, σε ένα προνόμιο για λίγους, ταυτόχρονα με τη γιγάντωση του ιδιωτικού τομέα υγείας.

Το νομοσχέδιο δεν απαντά σε καμία περίπτωση στα αίτια των προβλημάτων του ΕΣΥ παρά μόνο εκμεταλλεύεται τις καταστάσεις, ώστε να εμφανιστούν οι προτεινόμενες διατάξεις ως μονόδρομος. Με κατάληξη την κατάργηση της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης για τους γιατρούς του ΕΣΥ, οι οποίοι θα μπορούν πλέον να ασκούν ιδιωτικό έργο, μετατρέποντας τα δημόσια νοσοκομεία σε πεδίο άγρας πελατών για τα ιδιωτικά ιατρεία. Η χώρα μας, όμως, έχει ήδη πολύ υψηλές ιδιωτικές δαπάνες υγείας, από τις υψηλότερες στην Ευρώπη και αυτές αναμένεται να εκτοξευθούν με αντίστοιχη συρρίκνωση της δωρεάν δημόσιας λειτουργίας λόγω της σύγχυσής της με την ιδιωτική.

Τα πιο χαρακτηριστικά σημεία του νομοσχεδίου προς αυτήν την κατεύθυνση είναι η προκήρυξη θέσεων ιατρών κλάδου Εθνικού Συστήματος Υγείας με καθεστώς μερικής απασχόλησης. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι προκηρύσσονται θέσεις και οι γιατροί δεν τις επιλέγουν. Για αυτό και προτείνει ως λύση στις «άγονες και προβληματικές» περιοχές την προκήρυξη θέσεων μερικής απασχόλησης. Δεν απαντάει φυσικά στο ερώτημα γιατί δεν εκδηλώνεται ενδιαφέρον για αυτές τις θέσεις και γιατί το ΕΣΥ αποτελεί την τελευταία επιλογή ενός γιατρού. Η απάντηση είναι προφανής: Άθλιες εργασιακές συνθήκες, εντατικοποίηση της εργασίας, καθηλωμένοι μισθοί. Όλα αυτά αποτελούν τα προβλήματα που δεν αντιμετωπίζονται και εξακολουθούν να παραμένουν ως «αντικίνητρα», αναγκάζοντας γιατρούς που διορίζονται να οδηγούνται σε παραίτηση. Αντί η κυβέρνηση να πάρει μέτρα ουσιαστικής βελτίωσης της κατάστασης, εναποθέτει τη λύση στους ιδιώτες γιατρούς για την κάλυψη κάποιων κενών, κάποιες ώρες τη μέρα, κάποιες μέρες την εβδομάδα. Ποιες θα ήταν οι μόνιμες λύσεις; Ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς, προκήρυξη του συνόλου των κενών οργανικών θέσεων, ώστε να εξασφαλίζονται αξιοπρεπείς εργασιακές συνθήκες κ.ο.κ.

Αντ’ αυτών, η κυβέρνηση προκρίνει τη δική της λογική, η οποία είναι: Part time γιατροί για part time κάλυψη των αναγκών των ασθενών. Άλλωστε με τις συνθήκες να παραμένουν οι ίδιες, είναι απορίας άξιο πως η κυβέρνηση περιμένει ότι θα καλυφθούν ακόμη και οι part time θέσεις. Τελικά η κάλυψη των κενών ανατίθεται στους ιδιώτες γιατρούς, αν και εφόσον το επιλέξουν με κριτήριο την ενίσχυση του εισοδήματός τους. Αν όμως δεν το επιλέξουν, τι θα συμβεί; Αυτό άλλωστε έγινε την περίοδο της πανδημίας, που η κυβέρνηση αναγκάστηκε τελικά να τους επιστρατεύσει. Ας υποθέσουμε ότι κάποιος ιδιώτης προσλαμβάνεται με μερική απασχόληση. Πώς θα εξασφαλίζεται η παροχή των αναγκαίων υπηρεσιών δευτεροβάθμιας περίθαλψης στον πληθυσμό λόγου χάρη ενός νησιού; Πώς θα παρασχεθεί διάγνωση, νοσηλεία, θεραπεία, τη στιγμή που είναι δεδομένες οι τραγικές ελλείψεις σε υποδομές και εξοπλισμό, αλλά και οι άλλες αναγκαίες ειδικότητες για την ολοκληρωμένη, ολόπλευρη αντιμετώπιση των ασθενών; Πώς θα εξασφαλίζεται η διεπιστημονική συνεργασία; Η λειτουργία της ομάδας; Eιδικά στις σημερινές συνθήκες που η αλματώδης ανάπτυξη της ιατρικής και η συνεχώς αυξανόμενη παραγωγή νέας γνώσης, είναι καθοριστικός παράγοντας για τη μείωση των ιατρικών λαθών.

Σημαντικότατο, όμως, πρόβλημα είναι η συνέχεια στην παρακολούθηση των ασθενών με γιατρούς «επισκέπτες», που έχουν τον νου τους κυρίως στο ιδιωτικό τους ιατρείο. Αυτό συμβαίνει με το άρθρο 10 του νομοσχεδίου, όπου η συμμετοχή των γιατρών στην «ολοήμερη» λειτουργία του Δημόσιου Νοσοκομείου, για να ασκήσουν ιδιωτικό έργο, σημαίνει συμμετοχή τους στα ιδιωτικά απογευματινά χειρουργεία και ιατρεία των νοσοκομείων, τα οποία, όμως, πληρώνονται από τους ασθενείς. Όσοι από τους πολίτες έχουν την οικονομική δυνατότητα, οδηγούνται στα ιδιωτικά απογευματινά χειρουργεία και ιατρεία του ΕΣΥ, δηλαδή στο ιδιωτικό πάρεργο των γιατρών, καθώς και στα μεγαθήρια του ιδιωτικού τομέα.

Εμπεδώνονται έτσι ως προς το δημόσιο νοσοκομείο οι τραγικές ελλείψεις σε προσωπικό, υποδομές και εξοπλισμό, οι πολύμηνες μακροχρόνιες αναμονές για ένα ραντεβού, μία απεικονιστική εξέταση, ένα χειρουργείο. Πρόκειται για επίσημο και τύποις πλέον «νόμιμο» πλιάτσικο στους ασθενείς, για μια επίσημη πλέον προτροπή στους γιατρούς του δημόσιου συστήματος υγείας να ενισχύσουν το εισόδημα τους από το υστέρημα των πολιτών. Τέλος, πρόκειται για την κυνική παραδοχή της κυβέρνησης πως δεν δύναται να παρέχει ολοκληρωτική δημόσια και δωρεάν υγεία σε όλους. Το αποτέλεσμα είναι ότι η πρόσβαση των ασθενών σε αναγκαίες υπηρεσίες υγείας θα εξαρτάται από τη δυνατότητα τους να τις πληρώσουν. Ειδικά σήμερα που το λαϊκό εισόδημα εξανεμίζεται εξαιτίας των αυξήσεων στα είδη λαϊκής κατανάλωσης, στο ρεύμα, στα καύσιμα, αυτό θα οδηγήσει στον αποκλεισμό των πολιτών, ιδιαιτέρως των πιο ευάλωτων, από τις υπηρεσίες υγείας.

Τίθεται επιπλέον το εύλογο ερώτημα του πώς μπορεί ένας γιατρός να τα συνδυάζει όλα αυτά, δηλαδή να δουλεύει καθημερινά στα τμήματα και τις κλινικές, να κάνει πρωινά τακτικά ιατρεία, απογευματινά, να εφημερεύει και ταυτόχρονα να δουλεύει εκτός νοσοκομείου στον ιδιωτικό τομέα. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι κάποιοι γιατροί είναι προικισμένοι με υπερφυσικές ικανότητες και μπορούν να ξεπεράσουν τις φυσικές αντοχές του ανθρώπινου οργανισμού, οι συνέπειες στην υγεία και την ασφάλεια των ασθενών εξαιτίας της εντατικοποίησης είναι ανυπολόγιστες. Είναι πολύ πιθανό να οδηγηθούμε σε τραγική αύξηση των ιατρικών λαθών. Θα παίξει, λοιπόν, με τις ζωές των ασθενών η κυβέρνηση; Όλα αυτά καλύπτονται υπό το πρόσχημα της διαβόητης πλέον «ευελιξίας». Όμως, αυτή η λογική του νομοσχεδίου, δεν είναι «ελευθερία επιλογών», όπως προσπαθεί να μας το παρουσιάσει η νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία της κυβέρνησης· είναι μια άγρια ταξική πολιτική, κατά την οποία η υγεία θα είναι το προνόμιο των ελάχιστων που θα έχουν τα χρήματα, που «δεν τσιγκουνεύονται να πληρώσουν για την υγεία τους», όπως δεν διστάζουν να το θέσουν οι κυβερνώντες. Αλλά και οι λίγοι γιατροί που ενδεχομένως δεν θα θέλουν να ιδιωτεύσουν θα εκβιάζονται πλέον να το κάνουν. Δεν θα μπορούν να σταθούν αν δεν βγουν στην ιδιωτική αγορά, ωθούμενοι να εκμεταλλευτούν το δημόσιο ως δεξαμενή πελατών.

Συμπερασματικά, το νέο νομοσχέδιο για το ΕΣΥ ανατρέπει κατακτήσεις δεκαετιών και βάζει ταφόπλακα σε ό,τι έχει απομείνει από το δικαίωμα του λαού στη δωρεάν υγεία και τα δικαιώματα των νοσοκομειακών γιατρών. Καταργείται η πλήρης και αποκλειστική απασχόληση των γιατρών του ΕΣΥ, καθιερώνονται γιατροί μερικής απασχόλησης, δίνεται η δυνατότητα άσκησης ιδιωτικού έργου σε γιατρούς του ΕΣΥ, παγιώνονται και «νομιμοποιούνται» τα τεράστια κενά και οι ατελείωτες λίστες αναμονής, ενώ καταργείται κάθε έννοια ωραρίου και εργασιακού δικαιώματος. Ουσιαστικά τα νοσοκομεία του ΕΣΥ μετατρέπονται σε πεδία άγρας πελατών-ασθενών για τα απογευματινά ιατρεία, τα τμήματα και οι κλινικές διαλύονται, όλα αυτά με την ένοχη κυβερνητική επιχειρηματολογία ότι πρόκειται περί κινήτρων «προσέλκυσης» γιατρών! Με άλλα λόγια, το Υπουργείο, αντί να παρέχει αξιοπρεπείς μισθούς και συνθήκες εργασίας στο υγειονομικό προσωπικό, λέει ανερυθρίαστα «εκμεταλλευτείτε τους ασθενείς, πάρ’τε τα απ’αυτούς!». Διότι για την Μητσοτάκης Α.Ε αλλά και όλες τις μνημονιακές κυβερνήσεις, λεφτόδεντρα υπάρχουν μόνο για την ολιγαρχία, όχι για τη δημόσια υγεία! Χρειάζεται εκτός από τον κοινοβουλευτικό αγώνα και μία παλλαϊκή στράτευση για την ακύρωση του νομοσχεδίου και τη διασφάλιση του δημόσιου χαρακτήρα της υγείας.

Μαρία Απατζίδη, βουλευτής ΜέΡΑ25

Πηγή: thepressproject.gr

Θέλεις να μαθαίνεις για τις δράσεις του ΜεΡΑ25; Γράψου εδώ.

Μετάβαση στο περιεχόμενο