Γιάνης Βαρουφάκης – “ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΤΩΡΑ”: Ο καπιταλισμός δεν δουλεύει. Ορίστε μια εναλλακτική πρόταση

Αρθρα - Αναδημοσιεύσεις
26 Σεπ, 2020

Στο νέο του βιβλίο, ο οικονομολόγος φαντάζεται ένα μέλλον μεταμορφωμένο από τον Covid-19 και οραματίζεται τολμηρά με αδρές γραμμές έναν δημοκρατικό σοσιαλισμό – THE GUARDIAN

του Γιάνη Βαρουφάκη

Όταν η Μάργκαρετ Θάτσερ επινόησε τον όρο «ΤΙΝΑ» (There is no alternative) – το περίφημο σλόγκαν της του 1980 «Δεν υπάρχει εναλλακτική» – έγινα έξαλλος διότι, κατά βάθος, ένιωθα ότι είχε κάποιο δίκιο: η Αριστερά δεν είχε ούτε πιστευτή ούτε βιώσιμη εναλλακτική πρόταση στον καπιταλισμό.

Οι αριστεροί διαπρέπουν στην σαφή επισήμανση του «τί πάει λάθος» στον υπαρκτό καπιταλισμό. Είμαστε πολύ καλοί στο να υποδεικνύουμε ότι δεν φέρει καμμιά ομοιότητα με τις αγορές laissezfaire, στις οποίες ο φούρναρης, ο χασάπης και ο ζυθοποιός του Adam Smith ανταγωνίζονται δίκαια για να μας παράσχουν το καθημερινό μας ψωμί, κρέας και τη μπύρα μας. Γινόμαστε λυρικοί γύρω από την δυνατότητα κάποιου «άλλου» κόσμου στον οποίο ο κάθε ένας συμμετέχει αναλόγως των δυνατοτήτων του και αποκτά αναλόγως των αναγκών του. Αλλά, όταν πιεζόμαστε να περιγράψουμε μια πλούσια εναλλακτική πρόταση στη θέση του σύγχρονου καπιταλισμού, ταλαντευόμαστε ανάμεσα στο άσχημο (έναν Σοβιετικού τύπου σοσιαλισμό των χαρακωμάτων) και το εξαντλημένο (μια κοινωνική δημοκρατία την οποία η χρηματοοικονομική παγκοσμιοποίηση κατέστησε ανέφικτη).

Από τον Απρίλιο του 1979 έως την παταγώδη αποτυχία μας του 1986, συμμετείχα σε πολλές αντιπαραθέσεις σε παμπ, πανεπιστήμια και δημαρχεία των οποίων ο δηλωμένος στόχος ήταν να οργανώσουν αντίσταση στον Θατσερισμό. Θυμάμαι την ενοχική μου σκέψη , όταν, παρακολουθώντας αυτές τις βαρετές συναντήσεις, σκεφτόμουν: «Αχ, και να χαμε μια/έναν ηγέτη σαν και αυτή!» Δεν είχα, φυσικά, καμιά αυταπάτη: Το πρόγραμμα της Θάτσερ ήταν δεσποτικό, αντικοινωνικό και ένα οικονομικό αδιέξοδο. Αλλά, σε αντίθεση με τη δική μας πλευρά, η Θάτσερ κατανοούσε ότι ζούσαμε σε επαναστατική στιγμή. Η μεταπολεμική ανακωχή της πάλης των τάξεων είχε παρέλθει. Εάν θέλαμε να υπερασπιστούμε τους αδύναμους, δεν είχαμε την πολυτέλεια να παραμείνουμε σε άμυνα. Έπρεπε να υποστηρίξουμε σθεναρά, όπως έκανε και εκείνη: τέλος με το παλιό σύστημα, εμπρός με κάτι ολοκαίνουργιο. Όχι το δυστοπικό της Μάγκυ, αλλά πάντως ένα εντελώς καινούργιο.

Η κριτική μου στον καπιταλισμό δεν σήμαινε τίποτα αν δεν μπορούσα να απαντήσω σε ένα πιεστικότατο ερώτημα: Ποια είναι η εναλλακτική πρόταση;

Αλίμονο, η δική μας πλευρά δεν οραματιζόταν ένα νέο σύστημα. Αντιθέτως, είχαμε αφοσιωθεί στο να σαβανώνουμε πτώματα ενώ η Θάτσερ έσκαβε τάφους ώστε να ανοίγει το δρόμο για τον δικό της, ταχύτατο, κομπιναδόρικο καπιταλισμό. Ακόμη και όταν οργανώναμε μια εξαίρετη μάχη προάσπισης κοινοτήτων που είχαν την ανάγκη υπεράσπισης, οι αφορμές μας φώναζαν από μακριά «αναχρονισμός» – η μάχη για την διατήρηση βρώμικων ηλεκτροπαραγωγικών σταθμών καύσης άνθρακα ή το δικαίωμα ανδρών, δεξιών συνδικαλιστικών σωματείων να έρχονται σε βρώμικες συμφωνίες πίσω από κλειστές πόρτες με ανθρώπους σαν τον Ρόμπερτ Μάξγουελ και τον Ρούπερτ Μέρντοχ.

Μέχρι και τις αρχές του 2020, η ήττα μας είχε γίνει ο δρόμος του Μοντερνισμού. Αυτό που υπήρξε για εμάς η απεργία των μεταλλωρύχων του 1984, υπήρξε η κατάρρευση της Λήμαν το 2008 για τους φιλόδοξους γιάπηδες που είχαν πιστέψει το Θατσερικό μάντρα των αυτορρυθμιζόμενων αγορών. Όπως και το 1991, εμείς -οι σοσιαλδημοκράτες, Κεϋνσιανιστές και Μαρξιστές εξίσου- συνειδητοποιήσαμε ότι θα ζούσαμε το υπόλοιπο των ημερών μας ως οι χαμένοι της ιστορίας, οπότε το 2008, εκείνοι που μοχθούσαν υπό την ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού είδαν την ιστορία να σκάει στο κατώφλι τους με παρόμοια, καταστροφική για την ψυχή του ανθρώπου, ένταση. Πολύ σύντομα, ο «επιτηρητικός» καπιταλισμός πίεσε τους ευαγγελιστές της τεχνολογίας, οι οποίοι πίστευαν ότι είχαν βρει στο Ίντερνετ μία ακαταμάχητη δημοκρατική δύναμη, να διαλύσουν και αυτοί τις αυταπάτες τους.

Γιατί Ένα Άλλο Τώρα;

Η έλλειψη προτύπου ενός οποιουδήποτε εφικτού, εναλλακτικού συστήματος στη θέση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού συνέβαλλε στις πολλαπλές ήττες της Νεοτερικότητας. Εκείνοι, από την πλευρά τους, προσγειώθηκαν στον βόρβορο της σημερινής ανθρωπότητας: ένα μάγμα από μη-βιώσιμες οικονομίες, παθητικές δημοκρατίες και θνήσκοντα οικοσυστήματα.

Φυσικά, το να δημιουργηθεί ένα τέτοιο πρότυπο είναι πιο εύκολο να το λες παρά να το κάνεις. [2] Ο Καρλ Μαρξ, όχι και κάποιος συγγραφέας που του έλειπε η αυτοπεποίθηση, σταθερά αρνείτο να προχωρήσει πέρα από ασαφείς αναφορές ως προς το τί έπεται του καπιταλισμού. Γιατί; Διότι το να προσπαθήσεις να γράψεις για μια ρεαλιστική ουτοπία σε πλήρη ανάπτυξη είναι απίστευτα δύσκολο και άλλο τόσο παρακινδυνευμένο. [3]

Εντούτοις, αν και με πλήρη επίγνωση του εγχειρήματος, δύο χρόνια πριν αποφάσισα ότι δεν υπάρχει εναλλακτική: Για να πολεμήσουμε την ΤΙΝΑ της Θάτσερ, η οποία επιζεί ως ο σημαντικότερος σύμμαχος των ολιγαρχών ακόμη και μετά την απώλεια της λάμψης του Θατσερισμού, χρειαζόμαστε απελπισμένα ένα διττό, συνεκτικό αφήγημα: Πώς θα μπορούσε ο δημοκρατικός σοσιαλισμός να λειτουργήσει σήμερα με τις τρέχουσες τεχνολογίες και παρά τις ανθρώπινες ανεπάρκειές μας. Και πώς θα μπορούσε να έχει διαποτίσει την δική μας χρονική πραγματικότητα, πχ. μετά την πυρά που άναψε στις νεοφιλελεύθερες βεβαιότητες το έτος 2008.

Η απροθυμία μου να προβώ σε ένα τέτοιο εγχείρημα ήταν τεράστια. Δύο ήταν οι άνθρωποι που με βοήθησαν να την ξεπεράσω. Ο ένας είναι η σύντροφός μου, Δανάη Στράτου. Από την πρώτη μέρα της γνωριμίας μας, μου λέει ότι η κριτική μου στον υπαρκτό σοσιαλισμό δεν είναι παρά ένα γλυκό τίποτα αν δεν μπορώ να απαντήσω στο πιεστικό της ερώτημα: «Ποια η εναλλακτική; Και για την ακρίβεια, πώς θα μπορούσαν τα πράγματα -όπως το χρήμα, οι εταιρίες και η στέγαση- να λειτουργήσουν;

Η δεύτερη, και πιο απίθανη επιρροή μου ήρθε από τον Πασκάλ Ντόναχιου, σημερινό υπουργό οικονομικών της Ιρλανδίας και πρόεδρο του Eurogroup. Έναν πολιτικό αντίπαλο που δεν είχε σπουδαία ιδέα για εμένα ως υπουργό οικονομικών (αμοιβαία η εκτίμηση), και είχε την ευγένεια να γράψει μια γενναιόδωρη κριτική για κάποιο προηγούμενο βιβλίο μου στο οποίο παρουσίαζα στην κόρη μου μια σύντομη ιστορία του καπιταλισμού. [4] Όμως παρότι στον Ντόναχιου άρεσε η περιληπτική μου εξήγηση του καπιταλισμού -μεγάλη έκπληξη με δεδομένες τις τεράστιες πολιτικές μας διαφορές- θεώρησε ότι το τέλος του βιβλίου, στο οποίο αποπειράθηκα να σχεδιάσω με αδρές γραμμές κάποια χαρακτηριστικά μιας μετακαπιταλιστικής κοινωνίας, ήταν «…εξόχως απογοητευτικό». Για την ακρίβεια, έγραψε:

« H επίκληση για τον εκδημοκρατισμό της κυκλοφορίας του χρήματος είναι περίπλοκη μέσα στην συντομία της. Η προτροπή για την δημιουργία μιας ‘αυθεντικής δημοκρατίας’ και μιας συλλογικής ιδιοκτησίας της τεχνολογίας και των μέσων παραγωγής στέκεται πολύ αδύναμη σε συνδυασμό με την εκτίμησή που τρέφει για την επιχειρηματικότητα και την ιδιωτική πρωτοβουλία.»

Είχε δίκιο, σκέφτηκα. Οπότε αποφάσισα να γράψω το Ένα Άλλο Τώρα. Είχε έρθει η ώρα να πάψω να κρύβομαι πίσω από περιττά όρια σχετικά με τον μετακαπιταλισμό, τα οποία ζητούσαν επιτακτικά περισσότερα ερωτήματα από ό,τι απαντήσεις, και να δώσω σάρκα και οστά στην εναλλακτική μου απέναντι στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό. Ένα πρόσθετο κίνητρο ήταν ότι το ότι το θεώρησα ευκαιρία να εξηγήσω σε φίλους και εχθρούς γιατί αποκαλώ τον εαυτό μου φιλελεύθερο Μαρξιστή.

Σε μια προσπάθειά μου να ενσωματώσω στο σοσιαλιστικό μου πρότυπο διαφορετικές, συχνά αντικρουόμενες, οπτικές, αποφάσισα να επινοήσω τρεις σύνθετους χαρακτήρες των οποίων οι διάλογοι θα αποτελούν την αφήγηση -ο καθένας αντιπροσωπεύοντας διαφορετικές πλευρές του σκεπτικού μου: έναν Μαρξιστή-φεμινιστή, έναν φιλελεύθερο πρώην τραπεζίτη και έναν ανυπότακτο τεχνολόγο. Οι διαφωνίες τους σχετικά με το καπιταλισμό «μας» παρέχουν το υπόβαθρο πάνω στο οποίο προβάλλεται και αξιολογείται το δικό μου πρότυπο.

Τα δικά μας ζοφερά ‘20ς’

Ο καπιταλισμός απογειώθηκε όταν ο ηλεκτρομαγνητισμός συνάντησε τις χρηματιστηριακές αγορές στο τέλος του 19ου αιώνα. Το πάντρεμά τους έφερε την άνοδο μεγάλων εταιρικών δικτύων, όπως της Έντισον, η oποία παρήγαγε τα πάντα από σταθμούς παραγωγής ενέργειας έως λαμπτήρες. Για την χρηματοδότηση του τεράστιου εγχειρήματος και της μαζικής διακίνησης των μετοχών τους, δημιουργήθηκε η ανάγκη των μεγάλων τραπεζών. Μέχρι και τις αρχές του 1920 ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός αναπτυσσόταν αχαλίνωτα, πριν όλο αυτό το «τριαξονικό» σύστημα συντριβεί το 1929.

Τα δικά μας ‘20ς’ άρχισαν με ένα άλλο ζευγάρωμα που όπως φαίνεται προωθεί την ιστορία με ιλιγγιώδη ταχύτητα: αυτό ανάμεσα στην πελώρια φούσκα με την οποία τα κράτη διασώζουν τον χρηματοπιστωτικό τομέα από το 2008 και….τον Covid-19. Δεν είναι δύσκολο να βρει κανείς απτές αποδείξεις. Στις 12 Αυγούστου του 2020, όταν μαθεύτηκαν τα νέα της βρετανικής οικονομίας η οποία είχε κάνει τη μεγαλύτερη στην ιστορία της βουτιά, το χρηματιστήριο του Λονδίνου ανέβηκε κάτι λίγο παραπάνω από 2%. Τίποτα σε σύγκριση με αυτό δεν έχει ποτέ πριν συμβεί. Ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός φαίνεται να αποσυνδέθηκε από την υποκείμενη καπιταλιστική οικονομία που πυροδοτούσε ποικίλα σχήματα του μετακαπιταλισμού, αλλά σίγουρα όχι αυτόν που οι σοσιαλιστές είχαν οραματιστεί.

Το Ένα Άλλο Τώρα αρχίζει στα τέλη του 1970, όταν η Μάργκαρετ Θάτσερ μετακόμιζε στον αριθμό 10 της οδού Ντάουνινγκ. Έπειτα δρασκελίζει τις κρίσεις του 2008 και 2020 πριν φτάσει στο αποκορύφωμά του το 2036. Αναπόφευκτα, έρχεται κάποια στιγμή στην ιστορία, ένα Κυριακάτικο βράδυ τον Νοέμβριο του 2025 για την ακρίβεια, όταν οι χαρακτήρες μου προσπαθούν να νοηματοδοτήσουν τις περιστάσεις που βιώνουν κοιτώντας πίσω, στα γεγονότα του 2020. Το πρώτο που υπογραμμίζουν είναι το πόσο δραστικά επέδρασε ο καθολικός υποχρεωτικός εγκλεισμός (lockdown) στην αντίληψη του κόσμου για την πολιτική.

Πριν το 2020, η πολιτική φαινόταν σχεδόν σαν παιχνίδι, με τα κόμματα να μοιάζουν με ομάδες που είχαν πότε καλές και πότε κακές μέρες στο γήπεδο, σκοράροντας ή χάνοντας πόντους που τους προωθούσαν στα ύψη ή στα βάθη της κατηγορίας, και το οποίο παιχνίδι καθόριζε στο τέλος της σεζόν ποιος έπαιρνε το ύψιστο βραβείο: την ευκαιρία να σχηματίσει κυβέρνηση -χωρίς φυσικά να είναι ποτέ πραγματικά στην εξουσία. Όμως τότε, από τη μια μέρα στην άλλη, το γενικό αίσθημα ότι η πολιτική ήταν ένα παιχνίδι και ότι οι πολιτικοί ποτέ δεν είχαν πραγματικά τον έλεγχο έδωσε τη θέση του στην συνειδητοποίηση ότι οι κυβερνήσεις παντού κατείχαν τεράστιες δυνάμεις. Με την άφιξη του κορονοϊού ήρθε και η 24ωρη απαγόρευση κυκλοφορίας, το κλείσιμο των τοπικών παμπ, η απαγόρευση κυκλοφορίας εντός πάρκων , η αναστολή αθλητικών δραστηριοτήτων , το άδειασμα των θεατρικών αιθουσών και η σιώπηση των μουσικών χώρων. Όλες οι έννοιες ενός ελάχιστου κράτους, με συνείδηση των ορίων του και πρόθυμο να παραχωρήσει εξουσία στα άτομα, πήδηξαν από το παράθυρο.

Πολλών τα σάλια έτρεξαν σε αυτή την επίδειξη ωμής κρατικής βίας. Ακόμη και οι οπαδοί της ελεύθερης αγοράς, οι οποίοι είχαν περάσει τη ζωή τους καταπνίγοντας κάθε πρόταση μιας έστω ελάχιστης τόνωσης των δημοσίων δαπανών, απαίτησαν ένα είδος κρατικού ελέγχου στην οικονομία, που δεν είχαμε δει από την εποχή που ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ ηγείτο του Κρεμλίνου. Σε ολόκληρο τον κόσμο, τα κράτη επιδότησαν λογαριασμούς μισθοδοσίας εταιριών, επανεθνικοποίησαν υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, αγόρασαν μετοχές αερογραμμών, αυτοκινητοβιομηχανιών ακόμη και τραπεζών. Από την πρώτη εβδομάδα του υποχρεωτικού εγκλεισμού (lockdown), η πανδημία απογύμνωσε το λούστρο της πολιτικής για να αποκαλύψει την άγρια πραγματικότητα: οι ίδιοι άνθρωποι έχουν τη δύναμη να λένε στους άλλους τί να κάνουν.

Οι μαζικές κυβερνητικές παρεμβάσεις εξαπάτησαν τους αφελείς αριστερούς ώστε να ονειρεύονται ότι η αναγεννημένη κρατική εξουσία θα αποδεικνυόταν μια δύναμη του καλού. Ξέχασαν τι είχε πει κάποτε ο Λένιν: Η πολιτική πρόκειται περί του ποιος κάνει τι σε ποιον. Επέτρεψαν στον εαυτό τους να ελπίσει ότι κάτι καλό μπορεί να προκύψει αν αυτές οι ίδιες ελίτ, οι οποίες μέχρι σήμερα είχαν καταδικάσει τόσους πολλούς σε ανείπωτες ταπεινώσεις, λάμβαναν ανυπολόγιστη δύναμη. Στην καρδιά της σύγχυσης τους βρίσκεται η ακούσια συνθηκολόγησή τους με την προπαγάνδα της Θάτσερ.

Ο Θατσερισμός δεν αφορούσε ποτέ ένα μικρό, μινιμαλιστικό κράτος. Η Θάτσερ κατανοούσε ότι ένα αυταρχικό κράτος ήταν κεφαλαιώδους σημασίας για να υποστηρίξει αγορές ελεγχόμενες από μεγάλες εταιρίες και τράπεζες. Γιατί οι κληρονόμοι και διάδοχοί της, και από τα δύο κόμματα, να διστάσουν έστω και για μια στιγμή το 2008 ή το 2020 να απελευθερώσουν τεράστια κρατική παρέμβαση ώστε να διατηρήσουν την εξουσία; Η σύγχυση ανάμεσα στη κρατική και την λαϊκή εξουσία έκανε τους αριστερούς να φανταστούν ότι η αναγέννηση των αισθημάτων κοινότητας κατά τη διάρκεια του lockdown θα επέφερε την αναγέννηση των «κοινών», τον απλό λαό στην εξουσία. Και ξέχασαν το ουσιώδες μάθημα των ΄30ς’: η οικονομική ύφεση είναι το έδαφος που θα θρέψει πολιτικά τέρατα.

Το 2020, ο ιός χτύπησε τον Βρετανό πρωθυπουργό, τον Πρίγκηπα της Ουαλίας, ακόμη και το πιο όμορφο αστέρι του Χόλυγουντ. Αλλά επιβίωσαν. Οι φτωχότεροι και πιο σκουρόχρωμοι ήταν αυτοί που τελικά κάλεσε ο Θεριστής. Γιατί; Η φτώχεια τους είχε προκληθεί από την αποδυνάμωσή τους. Τους προκάλεσε πρόωρη γήρανση. Και τους κατέστησε πιο ευάλωτους στην ασθένεια. Εν τω μεταξύ, οι μεγάλες επιχειρήσεις, πάντα βασιζόμενες στο κράτος που εφαρμόζει και επιβάλλει τα μονοπώλια με τα οποία αυτές ευδοκιμούν, εκτοξεύθηκαν στην προνομιακή θέση τους στην ιεραρχία της κοινωνίας μας.

Όταν το κράτος απέκτησε νέες εξουσίες για να ανταποκριθεί στην επιδημία του κορονοϊού, οποιαδήποτε πιθανότητα ενδυνάμωσης των χρονίως αδύναμων εξανεμίστηκε. Οι Amazon αυτού του κόσμου άνθισαν, φυσικά.

(Εικόνα) Διαδηλωτές συγκεντρώνονται έξω από το κτίριο του ρετιρέ $80εκ. του CEO της Amazon Τζεφ Μπέζος, σε διαμαρτυρία κατά της μεταχείρισης των εργαζομένων στα καταστήματα λιανικής κατά τη διάρκεια της πανδημίας, τον Αύγουστο.

Οι αεροπορικές εταιρίες δε χρειάστηκαν πολύ για να επιστρέψουν στους ουρανούς, αλήθεια είναι, όμως το χρήμα αμέσως ανέκτησε ταχύτητα φωτός, ταξιδεύοντας ανά τον πλανήτη. Με το που οι γραμμές παραγωγής αποκαταστάθηκαν και το παγκόσμιο εμπόριο επανεκκινήθηκε, οι θανατηφόρες εκπομπές αερίων που είχαν προσωρινά μειωθεί επανήλθαν για να πνίξουν την ατμόσφαιρα, όπως είχαν κάνει και πριν. Σε όλες τις χώρες, σε όλες τις ηπείρους, ήταν οι αδύναμοι που υπέφεραν περισσότερο, όπως πρέπει πάντα.

Ο κύκλος κολάσεως ανάμεσα στην ανισότητα και την οικονομική στασιμότητα, τόσο οικείος στον απόηχο των επιπτώσεων του 2008, επέστρεψε με περισσότερη ορμή στις αρχές του 2020. Αντί διεθνούς συνεργασίας, σηκώθηκαν σύνορα και κατέβηκαν ρολά. Οι ηγέτες των εθνικιστών πρόσφεραν στους ηθικολόγους πολίτες τους μια απλή ανταλλαγή: αυταρχικές εξουσίες σε αντάλλαγμα προστασίας από τον θανατηφόρο ιό – και σκευωρίες εναντίον των αντιφρονούντων.

Αν οι καθεδρικοί ναοί είναι η αρχιτεκτονική μας κληρονομιά από τον Μεσαίωνα, τα δικά μας ’20ς’ θα τα θυμόμαστε από τους ηλεκτροφόρους φράκτες και τις ορδές των drone με τον βόμβο στις σκιές τους. Χρηματοπιστωτικά και εθνικισμός, ήδη σε άνοδο πριν το 2020, ήταν οι πραγματικοί νικητές. Το μέγα πλεονέκτημα των νέο-φασιστών ήταν ότι, αντίθετα από τους προδρόμους τους έναν αιώνα πριν, δεν χρειάζεται να φορούν καφέ πουκάμισα ούτε καν να μπουν στην κυβέρνηση για να κερδίσουν την εξουσία. Τα πανικόβλητα συστημικά κόμματα -οι νεοφιλελεύθεροι και οι σοσιαλδημοκράτες- μάχονται για το ποιος θα πρωτοκάνει τη δουλειά για αυτούς, μέσα από τη δύναμη της μεγα-τεχνολογίας.

Από τη στιγμήν που αρχίσαμε να διαβιούμε υπό τον φόβο της μετάδοσης του ιού, τα ανθρώπινα δικαιώματα είχαν ήδη γίνει ακριβή πολυτέλεια. Με λαϊκή συναίνεση, για να σταματήσουν νέες εξάρσεις, οι κυβερνήσεις ιχνηλάτησαν την κάθε μας κίνηση με φανταχτερές εφαρμογές και μοδάτα βραχιόλια. Συστήματα σχεδιασμένα να παρακολουθούν τον βήχα τώρα παρακολουθούν και το γέλιο. Έκαναν τις προηγούμενες δομές που ειδικεύονταν στην παρακολούθηση, όπως η KGB και η Cambridge Analytica, να φαίνονται σχεδόν νεολιθικές.

Ποια ήταν η στιγμή που η ανθρωπότητα έχασε το νήμα της αφήγησης; Ήταν το 1991; Το 2008; Ή είχαμε ακόμη μια ευκαιρία το 2020; Σαν τις επιφοιτήσεις, η θεωρία της διχάλας στην ανάγνωση της ιστορίας είναι ένα βολικότατο ψέμα. Ναι, το 2008 η κρίση της οποίας την ευκαιρία χάσαμε έστρωσε το δρόμο για μισαλλόδοξους και βοήθησε τους χρηματιστές να κυριαρχήσουν μετά το 2020. Η αλήθεια όμως είναι ότι συναντούμε μια διχάλα κάθε μέρα στη ζωή μας. Κάθε μία μέρα αποτυγχάνουμε να αρπάξουμε τις ευκαιρίες να αλλάξουμε τον ρου της ιστορίας. Και πως παρηγοριόμαστε; Κοιτάζουμε στο παρελθόν, επιλέγουμε μια «καθοριστική» στιγμή και προσπαθούμε να ελαφρύνουμε την ενοχή μας λέγοντας:
«Εκείνη ήταν η στιγμή που χάσαμε!» Καιρός είναι να απορρίψουμε αυτή την
αυτο-παρότρυνση σε ψευδαισθήσεις. Χάνουμε τις καθοριστικές μας στιγμές κάθε μέρα, κάθε στιγμή.

Ματιές σε Ένα Άλλο Τώρα

Φανταστείτε η γενιά μας να μην είχε χάσει κάθε καθοριστική στιγμή που μας πρόσφερε η ιστορία. Για παράδειγμα, υποθέστε ότι είχαμε αδράξει τη στιγμή του 2008 ώστε να είχαμε οργανώσει μια ειρηνική επανάσταση στην υψηλή τεχνολογία που θα μας είχε οδηγήσει σε μια μετα-καπιταλιστική οικονομική δημοκρατία. Πώς θα ήταν;

Για να ήταν επιθυμητή, θα συμπεριελάμβανε αγορές για αγαθά και υπηρεσίες, από τη στιγμή που η εναλλακτική – ένα Σοβιετικής διοίκησης σύστημα διαμοιρασμού που θα έδινε αυθαίρετη εξουσία στους χειρότερους γραφειοκράτες- είναι εντελώς ανιαρή προς συζήτηση. Αλλά για να είναι άτρωτη στις κρίσεις, υπάρχει μία αγορά που η αγορά του σοσιαλισμού δεν αντέχει να συμπεριλάβει: η αγορά εργασίας. Γιατί; Επειδή, από τη στιγμή που η εργατοώρα έχει τιμή «ενοικίασης», ο μηχανισμός της αγοράς την σπρώχνει αμείλικτα προς τα κάτω ενώ εμπορευματοποιεί κάθε πλευρά της εργασίας (και στην εποχή του facebook, ακόμη και τον ελεύθερο χρόνο μας.) Όσο πιο μεγάλη η επιτυχία του συστήματος σε αυτό, τόσο λιγότερη η ανταλλακτική αξία για κάθε μονάδα του παραγόμενου αποτελέσματος., τόσο μικρότερο το μέσο περιθώριο κέρδους και, εν τέλει, τόσο πλησιέστερη και η επόμενη συστημική κρίση.

Μπορεί μια ανεπτυγμένη οικονομία να λειτουργήσει χωρίς αγορές εργασίας; Φυσικά μπορεί. Φανταστείτε τη αρχή του ενός-εργαζόμενου-ενός-μεριδίου-μιας-ψήφου να υποστηρίζει ένα σύστημα το οποίο, στο Ένα Άλλο Τώρα, είναι γνωστό ως επιχειρηματικός-συνδικαλισμός. Η τροποποίηση της επιχειρηματικής νομοθεσίας ώστε να μετατρέπεται ο κάθε εργαζόμενος σε ίσο (αν και όχι εξίσου αμειβόμενο) εταίρο φαντάζει απίστευτα ριζοσπαστικό πράγμα σήμερα, όπως η καθολική ψήφος φάνταζε τον 19ο αιώνα. Πράγματι, η εφαρμογή της στην μελλοντική οικονομία υπόσχεται να είναι απολύτως ριζοσπαστικότερη από το δικαίωμα ψήφου που δόθηκε σε όλους τους ενήλικες έναν αιώνα πριν.

Στο Ένα Άλλο Τώρα, οι Κεντρικές Τράπεζες παρέχουν σε κάθε ενήλικα μέσω ενός ελεύθερου τραπεζικού λογαριασμού στο οποίο πιστώνεται μηνιαία ένα σταθερό επίδομα (ονομαζόμενο παγκόσμιο εγγυημένο μέρισμα). Καθώς ο κάθε ένας χρησιμοποιεί το λογαριασμό της κεντρικής του τράπεζας για να κάνει τις εγχώριες πληρωμές του, τα περισσότερα χρήματα που τυπώνονται από την κεντρική τράπεζα περνούν στα λογιστικά της βιβλία. Επιπροσθέτως, η κεντρική τράπεζα παραχωρεί σε κάθε νεογέννητο ένα καταπίστευμα, προς χρήση καθώς μεγαλώνει.

Στο Ένα Άλλο Τώρα τα άτομα λαμβάνουν δύο είδη εισοδήματος: Τα μερίσματα που πιστώνονται στον λογαριασμό τους στην κεντρική τράπεζα και τις αμοιβές τους από την εργασία τους σε μια επιχειρηματικο-συνδικαλιστική εταιρία. Ούτε φορολογούνται, καθώς δεν υπάρχουν φόροι εισοδήματος ή εμπορικοί (ΦΑΠ). Αντ’ αυτών, δύο ειδών φόροι χρηματοδοτούν την κυβέρνηση: Ένας φόρος 5% στα μικτά έσοδα των επιχειρηματικο-συνδικαλιστικών εταιριών. Και κέρδη από ενοικίαση γης (leasing) -που ανήκει στην ολότητά της αποκλειστικά στην κοινότητα- για ιδιωτική, περιορισμένου χρόνου χρήση.

Όταν φτάνουμε στο διεθνές εμπόριο και πληρωμές, το Ένα Άλλο Τώρα αναδεικνύει ένα νεωτεριστικό παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα που συνεχώς μεταφέρει πλούτο στον Παγκόσμιο Νότο, ενώ ταυτόχρονα προλαμβάνει ανισορροπίες από το να δημιουργούν αλληλοσπαραγμούς και κρίσεις. Ολόκληρο το εμπόριο και όλες οι κινήσεις χρήματος ανάμεσα σε διαφορετικής νομισματικής δικαιοδοσίας χώρους (πχ. Το ΗΒ και την Ευρωζώνη ή τις ΗΠΑ) εκφράζονται σε μια νέα, ψηφιακή, λογιστική μονάδα, που ονομάζεται Κόσμος. Αν η αξία του Κόσμος εισαγωγών μιας χώρας ξεπερνά τις εξαγωγές της, επιβαρύνεται με μία εισφορά εν είδη φόρου αναλογικά με το εμπορικό της έλλειμμα. Μια άλλη εισφορά επιβαρύνει τον λογαριασμό του Κόσμος μιας χώρας εάν υπερβολικά πολλά χρήματα μετακινούνται πολύ γρήγορα εκτός, ή εντός, της χώρας – μια επαυξημένη εισφορά που φορολογεί τις κερδοσκοπικές κινήσεις του χρήματος, οι οποίες κάνουν τόση ζημιά σε αναπτυσσόμενες χώρες. Όλες αυτές οι εισφορές-φόροι καταλήγουν, στο Ένα Άλλο Τώρα, σε άμεσες επενδύσεις πράσινης ενέργειας στον Παγκόσμιο Νότο.

#Με το που θα εκλείψουν οι χρηματαγορές, η ανάγκη για γιγαντιαία χρέη χρηματοδότησης συγχωνεύσεων και εξαγορών εξανεμίζεται-μαζί με την εμπορική χρηματοδότηση.

Ενώ το νέο διεθνές σύστημα είναι εντυπωσιακό, είναι η παραχώρηση μιας μοναδικής, μη-εμπορεύσιμης μετοχής σε κάθε εργαζόμενο-εταίρο αυτό που κρατά το κλειδί της οικονομίας στο Ένα Άλλο Τώρα. Το να μετατρέπεις μερίσματα σε κάτι που μοιάζει με τις φοιτητικές κάρτες που λαμβάνουν οι φοιτητές με την εγγραφή τους, ή με την απλή, μη-μεταβιβάσιμη ψήφο που δικαιούνται οι πολίτες μόλις φτάσουν στην κατάλληλη ηλικία, η απλή, μη-εμπορεύσιμη μετοχή κάνει τη διαφορά. Δίνοντας στους εργαζόμενους εταίρους το δικαίωμα ψήφου στις γενικές συνελεύσεις της εταιρίας, μια ιδέα που προτάθηκε από τους πρώτους αναρχο-συνδικαλιστές, η διαφοροποίηση ανάμεσα σε μισθούς και κέρδη τερματίζεται και η δημοκρατία, επιτέλους, εισέρχεται στον εργασιακό χώρο- με τα νέα ψηφιακά συνεργατικά εργαλεία στο πλευρό της ώστε να εξαλειφθούν όλες οι ανεπάρκειες που σε άλλη περίπτωση θα παρεμπόδιζαν τις προοπτικές μιας δημοκρατικά διοικούμενης επιχειρηματικο-συνδικαλιστικής εταιρίας.

Από τους ανώτερους μηχανικούς και τους στρατηγικούς οργανωτικούς έως τους γραμματείς και υπεύθυνους καθαριότητας, όλοι λαμβάνουν έναν βασικό μισθό συν μπόνους το οποίο αποφασίζεται συλλογικά. Μια φορά το χρόνο, κάθε εργαζόμενος λαμβάνει 100 πόντους δώρο για να τους διανείμει στους συναδέλφους του ανάλογα με την αξιολόγηση που κάνει για την συμμετοχή τους στην εταιρία. Κάθε ένας λαμβάνει μερίδιο από τα συνολικά μπόνους (ποσό που έχει αποφασιστεί νωρίτερα) ίσο προς το ποσοστό του συνόλου των πόντων δώρου που έλαβε από τους συναδέλφους του. Πχ. Αν 3% του συνόλου των πόντων δώρου αποδοθούν, ας πούμε , στην Χάριετ, η Χάριετ συγκεντρώνει 3% από το συνολικό μπόνους που προσφέρει η εταιρία.

Από τη στιγμή που ένα τέτοιο σύστημα γίνει ευρέως αποδεκτό, το πρωτότυπο ενός σοσιαλιστικού μοντέλου αγορών σχηματίζεται από μόνο του: Από τη στιγμή που ο κανόνας ένας-εργαζόμενος-μια-ψήφος λειτουργεί υπέρ του σχηματισμού μικρότερων μονάδων λήψης αποφάσεων, ο επιχειρηματικο-σοσιαλισμός οδηγεί τις κοινοπραξίες σε διάσπαση σε μικρότερες εταιρίες, αναζωογονώντας έτσι τον ανταγωνισμό της αγοράς. Και ακόμη πιο εντυπωσιακά, οι χρηματιστηριακές αγορές εξαφανίζονται εντελώς από τη στιγμή που τώρα, σαν αστυνομικές ταυτότητες και κάρτες εισόδου σε βιβλιοθήκες, δεν είναι ανταλλάξιμες. Από τη στιγμή που θα εκλείψουν οι χρηματαγορές, η ανάγκη για γιγαντιαία χρέη χρηματοδότησης συγχωνεύσεων και εξαγορών εξανεμίζεται-μαζί με την εμπορική χρηματοδότηση. Και από τη στιγμή που η Κεντρική Τράπεζα παρέχει σε όλους ελεύθερο τραπεζικό λογαριασμό, το ιδιωτικό τραπεζικό σύστημα συρρικνώνεται έως ότου καταλήξει ασήμαντο.

***

Μερικά από τα πιο ακανθώδη ζητήματα με τα οποία έπρεπε να ασχοληθώ γράφοντας το Ένα Άλλο Τώρα, για να εξασφαλίσω την συνάφεια με ένα πλήρως δημοκρατικό σύστημα, περιλάμβαναν: δημοκρατικούς ελέγχους και ισοζύγια σε εταιρίες και εκλεγμένα σώματα, τον φόβο ότι πανίσχυροι άνθρωποι θα χειραγωγούν εκλογές ακόμη και σε ένα σύστημα σοσιαλισμού της αγοράς, την πεισματική άρνηση της πατριαρχίας να πεθάνει, πολιτικές φύλου και σεξουαλικότητας, χρήση γης, στέγαση και κτηματομεσιτικά, την χρηματοδότηση της Πράσινης Μετάβασης, σύνορα και μετανάστευση, έναν Νόμο Ψηφιακών Δικαιωμάτων κ.λπ.

Γράφοντας το Ένα Άλλο Τώρα ως εγχειρίδιο κατασκευής του καλύτερου κατά το δυνατόν σοσιαλισμού θα ήταν ανυπόφορο. Θα με είχε αναγκάσει να προσποιηθώ ότι λαμβάνω θέση πάνω σε ερωτήματα που παραμένουν ακόμη αναπάντητα στο κεφάλι μου- συχνά και στην καρδιά μου. Για αυτό οφείλω ένα τεράστιο ευχαριστώ στη Ίριδα, την Εύα και τον Κώστα-τους χαρακτήρες του βιβλίου, των οποίων η δυναμικές προσωπικότητες γέννησαν διαλόγους από τους οποίους νιώθω πως έμαθα πολλά. Πάνω από όλα, μου επέτρεψαν να αναλογιστώ σοβαρά το πιο δύσκολο ερώτημα: Πώς να καταλήξουμε σε έναν εφικτό σοσιαλισμό που τινάζει την ΤΙΝΑ της Θάτσερ στον αέρα, τί πρέπει να κάνουμε, και ως πού είμαστε πρόθυμοι να φτάσουμε, για να τον εφαρμόσουμε;

Πηγή: yanisvaroufakis.eu

Θέλεις να μαθαίνεις για τις δράσεις του ΜεΡΑ25; Γράψου εδώ.

Μετάβαση στο περιεχόμενο