Γ. Βαρουφάκης στο Project Syndicate: Εν μέσω θέρους, ο μετα-καπιταλισμός κάνει την εμφάνισή του

Αναδημοσιεύσεις
09 Σεπ, 2020

Από τότε που η κρίση του COVID-19 συγκρούστηκε με την τεράστια φούσκα, με την οποία οι κυβερνήσεις πασχίζουν να αναζωογονήσουν τον χρηματοπιστωτικό τομέα από το 2008 κι έπειτα, εκρηκτικές χρηματιστηριακές άνοδοι έγιναν συμβατές με εκτεταμένη οικονομική κατάρρευση. Αυτό κατέστη σαφές στις 12 Αυγούστου στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη.

του Γιάνη Βαρουφάκη

ΑΘΗΝΑ – Στις 12 Αυγούστου συνέβη κάτι καταπληκτικό. Η είδηση της ημέρας ήταν ότι, κατά το πρώτο επτάμηνο του 2020, η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου υπέστη τη μεγαλύτερη συρρίκνωσή της στα χρονικά (πτώση του εθνικού εισοδήματος μεγαλύτερη από 20%). Το Χρηματιστήριο του Λονδίνου αντέδρασε με τον δείκτη FTSE 100 να καταγράφει άνοδο άνω του 2%. Την ίδια μέρα, καθώς οι ΗΠΑ έμοιαζαν όλο και περισσότερο με αποτυχημένο κράτος (failed state) κι όχι απλώς με προβληματική οικονομία, ο δείκτης S&P 500 κατέγραψε ιστορικό υψηλό.

Δεν είναι, ασφαλώς, η πρώτη φορά που οι κεφαλαιαγορές αντιδρούν θετικά σε γεγονότα που προξενούν δυστυχία. Άσχημα νέα για τους εργαζόμενους μιας εταιρείας – όπως η ανακοίνωση απολύσεων – είναι συχνά καλά νέα για τους μετόχους της. Ωστόσο, όταν τα άσχημα νέα αφορούσαν τους περισσότερους εργαζόμενους ταυτοχρόνως, τα χρηματιστήρια πάντοτε έπεφταν λόγω της εύλογης προσδοκίας ότι, καθώς ο πληθυσμός σφίγγει το ζωνάρι, όλα τα εισοδήματα και κατ’ επέκταση τα κέρδη και τα μερίσματα θα συμπιέζονταν μεσοσταθμικά. Η λογική του καπιταλισμού ήταν απεχθής, πλην όμως κατανοητή.

Όχι πια. Δεν υπάρχει καπιταλιστική λογική πίσω από τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στις 12 Αυγούστου. Πρώτη φορά, μια διαδεδομένη προσδοκία για μειωμένα έσοδα και κέρδη πυροδότησε – ή τουλάχιστον δεν εμπόδισε – αγοραστική φρενίτιδα στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη. Αυτό, όμως, δεν συμβαίνει επειδή οι κερδοσκόποι ποντάρουν ότι οι οικονομίες του ΗΒ και των ΗΠΑ έπιασαν πάτο και συνεπώς είναι η σωστή στιγμή να αγοράσουν μετοχές.

Όχι, πρώτη φορά στην ιστορία οι χρηματιστές δεν δίνουν δεκάρα για την πραγματική οικονομία. Βλέπουν ότι, λόγω COVID-19, ο καπιταλισμός επιβιώνει με μηχανική υποστήριξη. Βλέπουν ότι τα περιθώρια κέρδους εξαφανίζονται. Βλέπουν το τσουνάμι της φτώχειας και τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις που θα έχει στη συνολική ζήτηση. Βλέπουν και πώς η πανδημία αποκαλύπτει και ενισχύει βαθιές, προϋπάρχουσες ταξικές και φυλετικές διαιρέσεις.

Οι κερδοσκόποι τα βλέπουν όλα αυτά, αλλά τους είναι αδιάφορα. Και δεν έχουν άδικο. Από τότε που η κρίση του COVID-19 συγκρούστηκε με την τεράστια φούσκα, με την οποία οι κυβερνήσεις πασχίζουν να αναζωογονήσουν τον χρηματοπιστωτικό τομέα από το 2008 κι έπειτα, εκρηκτικές χρηματιστηριακές άνοδοι έγιναν συμβατές με εκτεταμένη οικονομική κατάρρευση. Αυτό κατέστη σαφές στις 12 Αυγούστου στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη. Ήταν μια στιγμή ιστορικής σημασίας, που σηματοδότησε μια αμυδρή αλλά ευδιάκριτη μετάβαση από τον καπιταλισμό σε μια ιδιότυπη μορφή μετα-καπιταλισμού.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Πριν από τον καπιταλισμό, το χρέος εμφανιζόταν στο τέλος του οικονομικού κύκλου. Επί φεουδαρχίας, πρώτα λάμβανε χώρα η παραγωγή. Οι χωρικοί μοχθούσαν στα χωράφια του άρχοντα και η διανομή γινόταν μετά τη συγκομιδή. Ο σερίφης συγκέντρωνε το μερίδιο του άρχοντα, μέρος του οποίου πουλιόταν κι έτσι μετατρεπόταν σε χρήμα. Τότε μόνον εμφανιζόταν το χρέος, όταν ο άρχοντας δάνειζε τα χρήματα σε δανειολήπτες (που συχνά συμπεριλάμβαναν τον βασιλιά).

Ο καπιταλισμός αντέστρεψε τη χρονική σειρά. Όταν η εργασία και η γη είχαν εμπορευματοποιηθεί, το χρέος ήταν απαραίτητο πριν ακόμα ξεκινήσει η παραγωγή. Οι ακτήμονες καπιταλιστές έπρεπε να δανειστούν για να μισθώσουν γη, εργάτες και μηχανήματα. Οι όροι αυτών των μισθώσεων καθόριζαν και τη διανομή του εισοδήματος. Μόνο τότε μπορούσε να αρχίσει η παραγωγή, που απέφερε έσοδα. Ό,τι έμενε ήταν το κέρδος του καπιταλιστή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το χρέος τροφοδότησε την προοπτική του πρώιμου καπιταλισμού. Χρειάστηκε, όμως, η έλευση της Δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης για να μπορέσει ο καπιταλισμός να μετασχηματίσει τον κόσμο καθ’ ομοίωσίν του.

Ο ηλεκτρομαγνητισμός δημιούργησε τις πρώτες δικτυωμένες εταιρείες, που κατασκεύαζαν από σταθμούς παραγωγής ενέργειας και το δίκτυο ηλεκτρισμού, μέχρι λάμπες για κάθε δωμάτιο. Οι γιγαντιαίες χρηματοδοτικές ανάγκες αυτών των εταιρειών γέννησαν τις υπέρ-τράπεζες, καθώς και την εκπληκτική ικανότητά τους να δημιουργούν χρήμα εκ του μηδενός. Η συσσώρευση υπέρ-εταιρειών και υπέρ-τραπεζών δημιούργησε μια Τεχνοδομή που σφετερίστηκε τις αγορές, τους δημοκρατικούς θεσμούς και τα ΜΜΕ. Το αποτέλεσμα ήταν καταρχάς τα Ξέφρενα 20’s (Roaring Twenties) και κατόπιν η κατάρρευση του 1929.

Από το 1933 μέχρι το 1971, ο παγκόσμιος καπιταλισμός διευθυνόταν κεντρικά μέσα από αλλεπάλληλες εκδοχές του πλαισίου διακυβέρνησης του New Deal, που περιλάμβαναν την πολεμική οικονομία και το σύστημα Bretton Woods. Όταν αυτό το πλαίσιο κατέρρευσε στα μέσα της δεκαετίας του 1970, η Τεχνοδομή, ενδεδυμένη τον μανδύα του νεοφιλελευθερισμού, ανέκτησε τις δυνάμεις της. Ακολούθησε ένα κύμα «παράλογης ευφορίας» που θύμιζε τη δεκαετία του 1920, το οποίο κατέληξε στην παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008. Για να αναζωογονήσουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι κεντρικές τράπεζες διοχέτευσαν κύματα πάμφθηνης ρευστότητας στον χρηματοπιστωτικό τομέα, με αντάλλαγμα καθολική δημοσιονομική λιτότητα που απομείωνε τις δαπάνες των μικρών και μεσαίων νοικοκυριών. Καθώς οι πληγέντες από τη λιτότητα καταναλωτές δεν μπορούσαν πλέον να τους αποφέρουν κέρδη, οι επενδυτές έγιναν εξαρτημένοι από τις συνεχείς ενέσεις ρευστότητας των κεντρικών τραπεζών – ένας εθισμός με σοβαρές παρενέργειες για τον ίδιο τον καπιταλισμό.

Έστω η εξής αλυσιδωτή αντίδραση: Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παρέχει νέα ρευστότητα στην Deutsche Bank με σχεδόν μηδενικό τόκο. Για να έχει κέρδος, η Deutsche Bank πρέπει με τη σειρά της να δανείσει κάποιον τρίτο, όχι όμως τον «λαουτζίκο», η ικανότητα αποπληρωμής του οποίου έχει πληγεί από την οικονομική δυσπραγία. Οπότε δανείζει, για παράδειγμα, τη Volkswagen, η οποία ήδη κολυμπά σε διαθέσιμα κεφάλαια επειδή οι διευθυντές της, φοβούμενοι ότι η ζήτηση για νέα, υψηλής ποιότητας ηλεκτρικά αυτοκίνητα θα είναι μειωμένη, έχουν αναβάλει κρίσιμες επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες και καλά αμειβόμενες θέσεις απασχόλησης. Παρόλο που τα αφεντικά της Volkswagen δεν έχουν ανάγκη από επιπλέον μετρητά, η Deutsche Bank τούς τα προσφέρει με τόσο χαμηλό επιτόκιο που τα παίρνουν και σπεύδουν να αγοράσουν μετοχές της Volkswagen. Φυσικά, η τιμή της μετοχής απογειώνεται και μαζί της τα μπόνους των διευθυντών της Volkswagen (τα οποία συναρτώνται με την κεφαλαιοποίηση της εταιρείας).

Μεταξύ 2009 και 2020, τέτοιου είδους πρακτικές συνέτειναν στην άνοδο των μετοχών ανεξάρτητα από την πραγματική οικονομία, με αποτέλεσμα να εξαπλωθεί το φαινόμενο των εταιρειών «ζόμπι». Σε αυτή την κατάσταση βρισκόταν ο καπιταλισμός όταν ενέσκηψε ο COVID-19. Πλήττοντας την κατανάλωση και την παραγωγή ταυτοχρόνως, η πανδημία ανάγκασε τις κυβερνήσεις να αναπληρώσουν τα χαμένα εισοδήματα, τη στιγμή που η πραγματική οικονομία δεν είχε επαρκή ικανότητα να επενδύσει στην παραγωγή μη χρηματιστικού πλούτου. Έτσι, οι κεντρικές τράπεζες κλήθηκαν να μεγεθύνουν ακόμη περαιτέρω τη φούσκα χρέους που είχε ήδη μετατρέψει τις εταιρείες σε ζόμπι.

Η πανδημία επιδείνωσε αυτό που υποσκάπτει τα θεμέλια του καπιταλισμού από το 2008: τη σχέση μεταξύ κέρδους και κεφαλαιακής συσσώρευσης. Η τρέχουσα κρίση αποκάλυψε μια μετα-καπιταλιστική οικονομία, στην οποία οι οικονομικές αποφάσεις δεν επηρεάζονται από τις αγορές πραγματικών προϊόντων και υπηρεσιών, η σύγχρονη Τεχνοδομή (που αποτελείται από τις μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας και το χρηματοπιστωτικό σύστημα) χειραγωγεί συμπεριφορές σε βιομηχανική κλίμακα και ο Δήμος έχει εξοστρακισθεί από τις δημοκρατίες μας.
Ο Γιάνης Βαρουφάκης είναι πρώην υπουργός οικονομικών της Ελλάδας, επικεφαλής του κόμματος ΜέΡΑ25 και καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας

Πηγή: project-syndicate.org

Θέλεις να μαθαίνεις για τις δράσεις του ΜεΡΑ25; Γράψου εδώ.

Μετάβαση στο περιεχόμενο