Το Συμβούλιο της Ευρώπης θεωρείται ότι είναι το πλέον αποτελεσματικό περιφερειακό σύστημα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (1950) δεν απευθύνεται στα προβλήματα των μειονοτήτων σε ιδιαίτερο Άρθρο. Περιλαμβάνει μόνο έναν όρο για μη διάκριση, σε συνδυασμό με το Άρθρο 14. Τα κράτη-μέλη που υιοθέτησαν τη Σύμβαση μέχρι σήμερα δεν ήταν σε θέση να συμφωνήσουν σε ένα ειδικό πρωτόκολλο για τα δικαιώματα των μειονοτήτων, ακόμη και αν έχει υπάρξει αρκετά υψηλή ιεράρχηση προτάσεων προς αυτή την κατεύθυνση. Αντί για το πρόσθετο πρωτόκολλο σχετικά με τα δικαιώματα των μειονοτήτων το Συμβούλιο της Ευρώπης ενέκρινε τον Χάρτη για τις περιφερειακές και μειονοτικές γλώσσες το 1992 και τη Σύμβαση για τις Εθνικές Μειονότητες το 1995. Και οι δύο τέθηκαν σε ισχύ το 1998. Αν και στα δύο κείμενα παρατηρείται έλλειψη ορισμού για τη σημασία της «εθνικής» μειονότητας, είναι γενικά αποδεκτό ότι μια «εθνική» μειονότητα διαφοροποιεί τον εαυτό της μέσα από πολιτισμικές, θρησκευτικές, ιστορικές και γλωσσικές διαφορές από την πλειονότητα. Επιπλέον, οι μειονοτικές ομάδες δεν κατέχουν θέσεις εξουσίας στο εν λόγω κράτος.
Ο όρος «μειονότητα» μπορεί, γενικώς, να σημαίνει: α) μία αριθμητικά μικρότερη ομάδα, β) μία αριθμητικά και χωρίς εξουσία κοινωνικά αποκλεισμένη ομάδα, ή γ) μία χωρίς εξουσία αλλά αριθμητικά ισχυρότερη ομάδα. Όσον αφορά στις «εθνικές» μειονότητες είναι αριθμητικά μικρότερες, μη κυριαρχούσες ομάδες, οι οποίες διαφέρουν από την πλειονότητα μέσω πραγματικών ή φαντασιακών χαρακτηριστικών αναγόμενων στους τομείς του πολιτισμού, της γλώσσας, της προέλευσης, της ιστορίας και της θρησκείας και τα μέλη τους κατέχουν συνήθως την ιθαγένεια του κράτους που ζουν. Ο χαρακτηρισμός «εθνική» μειονότητα μπορεί επίσης να εκλαμβάνεται ως μία έννοια σύμφωνα με την οποία τα μέλη της λόγω της ιθαγένειας τους, της αυτοπροσδιοριζόμενης εθνικής συνείδησής τους καθώς και της αντικειμενικά χαμηλής κοινωνικής θέσης τους αποτελούν μία μη κυριαρχούσα και κοινωνικά αποκλεισμένη ομάδα εντός της κοινωνίας. Θα πρέπει να αποφευχθεί η εντύπωση και συγχρόνως να τονιστεί ότι οι «εθνικές» μειονότητες παραμένουν δέσμιες στις αρχικές τους παραδόσεις. Επίσης, όπως η πλειονότητα, έτσι και οι μειονότητες υπόκεινται στην κοινωνική και πολιτισμική δυναμική και μπορούν να μεταμορφώνουν υπό την επίδραση των κοινωνικών και πολιτισμικών τάσεων την αρχική τους πολιτισμική παράδοση.
Οι «εθνικές» μειονότητες είναι τέτοιες ομάδες όπως οι Yezidi στην Αρμενία, οι Βάσκοι στην Ισπανία, οι Sorbs και Friesian στη Γερμανία, οι Ούγγροι στη Σλοβακία, οι Ρώσοι στη Φινλανδία ή οι Setu στην Εσθονία. Οι μειονότητες Ρομά και Sinti που υπάρχουν στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αποτελούν εκ των πραγμάτων de facto «εθνικές» μειονότητες. Οι Ρομά έχουν επιτύχει στη Φινλανδία, τη Γερμανία, τη Σλοβακία και την Ισπανία το επίσημο καθεστώς της εθνικής μειονότητας.
«Εθνικές» μειονότητες μπορούν να βρεθούν σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες. Τα πραγματικά τους μεγέθη και οι επίσημα αναγνωρισμένοι αριθμοί διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Ο πρωταρχικός σκοπός πίσω από την αναγνώριση των μειονοτήτων και την προστασία τους είναι να αναλάβουν οι κυβερνήσεις την ευθύνη για την προώθηση και τη στήριξη των πολιτισμικών και πολιτικών δικαιωμάτων, όπως π.χ. το δικαίωμα να χρησιμοποιούν και να διδάσκονται τη γλώσσα τους και το δικαίωμα να διατηρούν τα έθιμά τους και να ασχολούνται με τα πολιτικά κόμματα ή άλλες ομάδες της κοινωνίας των πολιτών. Αυτή είναι η ιδέα της επίσημης αναγνώρισης.
του Βασίλη Α. Πανταζή, Καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Θέλεις να μαθαίνεις για τις δράσεις του ΜεΡΑ25; Γράψου εδώ.