Σεραφείμ Σεφεριάδης: Η «Κεντροαριστερά» ως πλάνη…

Αρθρα - Αναδημοσιεύσεις
06 Ιούν, 2024

Αναδημοσίευση άρθρου από την Εφημερίδα των Συντακτών 

Εχει σημασία να συνειδητοποιήσουμε όλες και όλοι που αγωνιούμε για το μέλλον της χώρας, της Ευρώπης και του πλανήτη, ότι στο επί της ουσίας επίπεδο που οφείλει να μας ενδιαφέρει (διότι, ως πολίτες, δεν αποτυπώνουμε μετρικούς χάρτες κομματικών συστημάτων, αλλά αποτιμούμε προτάσεις για το μέλλον μας), Κεντροαριστερά δεν είναι παρά Αριστερά που, παρότι το επικαλείται, δεν είναι Αριστερά και δεν αποτελεί ουσιαστική εναλλακτική στη δυστοπία που βιώνουμε: τη φτωχοποίηση της χώρας και την παραγωγική της αποδιάρθρωση, την παράδοση κάθε δημόσιου αγαθού στην αρπακτική κερδοσκοπία, την ίδια την απειλή του εκβαρβαρισμού.

Ο όρος λέγεται και –μιντιακώς– προβάλλεται μετ’ επιτάσεως, όμως σπάνια καθόμαστε μια στιγμή –ως θα οφείλαμε– να αναλογιστούμε τη σημασία του. Τι τέλος πάντων, και επί της ουσίας, θα πει «Κεντροαριστερά»; Προσθέτω το «επί της ουσίας», διότι ως περιγραφή μιας μετρικά προσδιοριζόμενης θέσης στο πολιτικό φάσμα (μια ορολογική επινόηση όσων αποτυπώνουν τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά κομματικών συστημάτων) είναι αρκούντως προφανής: είναι ό,τι βρίσκεται μεταξύ «Αριστεράς» και «Κέντρου».

Ομως αυτοί οι προσδιορισμοί δεν μας λένε τίποτα για την ταμπακιέρα: για το καθαυτό περιεχόμενο των περί ου ο λόγος θέσεων. Και εδώ ανακύπτει ένα κρίσιμο θέμα, και ας το σκεφτούμε: σε μια απολυταρχία, μετρικά «αριστερός» είναι όποιος εισηγείται τη συνταγματική βασιλεία. Τον καθιστά αυτό και επί της ουσίας αριστερό; Οχι βέβαια! (Και, σε περιστάσεις διάχυτης γλωσσικής κακοποίησης, ας προσέξει ο αναγνώστης το θαυμαστικό.)

Οχι λοιπόν! Επί της ουσίας αριστερό δεν είναι όποιο ρεύμα εκστομίζει διάφορα εφήμερα «φιλολαϊκά» ενάντια σε μια δεξιά κυβέρνηση, αλλά εκείνο που καυτηριάζει την εκμεταλλευτική σχέση της ώριμης νεωτερικότητας (την αντίθεση κεφαλαίου και εργασίας) και προτείνει δόκιμους τρόπους για την κατάλυσή της. Οχι όμως στα ανέξοδα λόγια, αλλά στην πράξη – έτσι που να θέτει τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων.

Αυτό έχει μερικές πολύ πρακτικές προϋποθέσεις: δεν μπορείς, λ.χ., να εκχωρείς δημόσια περιουσία σε ολιγάρχες και αδιαφανείς θεσμούς (έστω υπό μνημονιακή πίεση) και να υπαινίσσεσαι ότι έτσι «σώζεις» τη χώρα· δεν μπορείς να συνάπτεις διακρατικές σχέσεις με αιμοσταγή καθεστώτα και να υποστηρίζεις ότι έτσι τη «θωρακίζεις»· δεν μπορείς να υπερασπίζεσαι συνοριακά τείχη και να διατείνεσαι ότι σε διακατέχει αγωνία για το δράμα των μεταναστών· ούτε βέβαια και να καμώνεσαι τον «οικολόγο» όταν διστάζεις να αποκηρύξεις τις εξορύξεις (όχι μόνο τις νέες αλλά και τις παλιές). Δεν μπορείς επίσης να αυτοχαρακτηρίζεσαι «νέο» όταν δεν έχεις ασκήσει κανενός είδους κριτική στο οδυνηρά βιωμένο παρελθόν σου, και στις γραμμές σου φιγουράρουν όλοι εκείνοι που προνομιακά το πραγματοποίησαν.

Και αν οι ως άνω πρακτικές –τού και με τον χωροφύλαξ και με τον αστυφύλαξ– θυμίζουν κάτι, πολύ καλά κάνουν και το θυμίζουν, είναι οι επί της ουσίας πρακτικές –ο βίος και η πολιτεία– αυτής της περιώνυμης Κεντροαριστεράς: αυτής που στις μέρες μας καμώνεται ότι θα συνάψει συμμαχία για να αποκαθηλώσει τη Δεξιά, ξεχνώντας όμως να μας πει ότι τη Δεξιά αυτές οι πρακτικές τη νεκρανάστησαν και έκτοτε συνεχίζουν να τη στηρίζουν στο πλαίσιο της τοξικής ανοησίας ΤΙΝΑ (του ότι δεν γίνεται αλλιώς και ότι όποιοι προτείνουν ρήξη είναι αιθεροβάμονες). Και πρέπει επίσης να τονιστεί ότι αυτό το συντακτικό είναι που, με διάφορους τροπισμούς, ρυθμούς και περιτυλίγματα, επωάζει και την Ακροδεξιά. Είναι και αυτός ένας ευμεγέθης ελέφαντας στο δωμάτιο που μόνο ιδιοτελής εθελοτυφλία αποτρέπει τη θέασή του.

Στο πλαίσιο αυτό έχει σημασία να συνειδητοποιήσουμε όλες και όλοι που αγωνιούμε για το μέλλον της χώρας, της Ευρώπης και του πλανήτη, ότι στο επί της ουσίας επίπεδο που οφείλει να μας ενδιαφέρει (διότι, ως πολίτες, δεν αποτυπώνουμε μετρικούς χάρτες κομματικών συστημάτων, αλλά αποτιμούμε προτάσεις για το μέλλον μας), Κεντροαριστερά δεν είναι παρά Αριστερά που, παρότι το επικαλείται, δεν είναι Αριστερά και δεν αποτελεί ουσιαστική εναλλακτική στη δυστοπία που βιώνουμε: τη φτωχοποίηση της χώρας και την παραγωγική της αποδιάρθρωση, την παράδοση κάθε δημόσιου αγαθού στην αρπακτική κερδοσκοπία, την ίδια την απειλή του εκβαρβαρισμού. Αποτελεί για την ακρίβεια την επιτομή της πολιτικής εξαπάτησης – μιας κομβικής, εισέτι αναξιοποίητης, έννοιας στην κοινωνική και πολιτική ιστορία του 20ού και πρώιμου 21ου αιώνα που οι μελετητές οφείλουν να αναδείξουν και να αξιοποιήσουν· είναι ένα ρεύμα που λέει: ναι, ναι, υπερασπίζομαι την εργασία, αλλά τόσο όσο να μη χολωθούν οι κερδοσκόποι ολιγάρχες.

Η συνειδητοποίηση του ότι «δεν πάει άλλο» διαχέεται καθημερινά όλο και πιο πολύ, όμως –και με ευθύνη της Κεντροαριστεράς– είναι μια διαδικασία βουβή και επίπονη. Απαιτούνται έλλογες ρήξεις και ριζική αλλαγή πορείας, όμως αυτό δεν θα πραγματοποιηθεί ούτε με ευχές και αφορισμούς ούτε με κραυγές, όσο ηχηρές και αν είναι αυτές. Απαιτούνται καλά επεξεργασμένα –μεταβατικά– αιτήματα που να μπορούν να κερδηθούν στον εδώ και τώρα χρόνο ως εφαλτήριο για μεγαλύτερες ανατροπές. Με τη σειρά του, αυτό προϋποθέτει συντονισμό και κλιμάκωση των αγώνων που αναπόφευκτα θα ξεσπάσουν το επόμενο διάστημα. Αυτό επιδιώκει η Ενωτική Πρωτοβουλία Ι ΜέΡΑ25 Ανατρεπτική-Οικολογική Αριστερά. Σε πείσμα της εξουσίας και της Κεντροαριστεράς της προγραμματικής πλάνης, είναι ένας αγώνας που μπορεί και πρέπει να δικαιωθεί.

*Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge (CLH) και διευθυντής του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής (https://lcp.panteion.gr/), Υποψήφιος ευρωβουλευτής της ενωτικής πρωτοβουλίας ΜέΡΑ25 | Ανατρεπτική-Οικολογική Αριστερά.

Θέλεις να μαθαίνεις για τις δράσεις του ΜεΡΑ25; Γράψου εδώ.

Μετάβαση στο περιεχόμενο