Η δυσαρέσκεια που έφερε τον Τραμπ στην εξουσία το 2016 δεν εξαλείφθηκε. Το να προσποιούμαστε ότι κάτι τέτοιο συνέβη θα φέρει μόνο νέα δεινά.
Επιστροφή σε μια κανονικότητα και αποκατάσταση ενός ελάχιστου βαθμού ευπρέπειας στον Λευκό Οίκο: αυτό εύχονται για την ώρα πολλοί απ’ την ελίτ των υποστηρικτών του Τζο Μπάιντεν εφόσον κέρδισε τις εκλογές.
Όταν ο Τραμπ μολύνθηκε με τον Covid-19, οι αντίπαλοί του φοβήθηκαν ότι μπορεί να επωφεληθεί από μια ψήφο συμπάθειας. Αλλά ο Τραμπ δεν είναι ένας συνηθισμένος πρόεδρος που αναζητά τη συμπάθεια των ψηφοφόρων. Είναι τσακωμένος με τη συμπάθεια. Ούτε τη χρειάζεται ούτε υπολογίζει σε αυτή. Ο Τραμπ εμπορεύεται τον θυμό, εργαλειοποιεί το μίσος και σχολαστικά καλλιεργεί τον τρόμο με τον οποίο η πλειοψηφία των Αμερικανών ζουν μετά την οικονομική φούσκα του 2008. Η χυδαιολογία και η περιφρόνηση προς τους κανόνες του εύ φέρεσθαι ήταν τα μέσα του για να συνδεθεί με ένα μεγάλο μέρος της αμερικανικής κοινωνίας.
Ο λόγος για τον οποίο το 2008 ήταν μια κοσμοϊστορική χρονιά δεν ήταν μόνο το μέγεθος της κρίσης, αλλά κι επειδή ήταν η χρονιά που η κανονικότητα θρυματίστηκε ενεπιστρεπτί. Το αρχικό μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο «έσπασε» στις αρχές της δεκαετίας του 1970, επιφέροντας μόνιμη στασιμότητα στο μέσο εισόδημα. Αντικαταστάθηκε από μια υπόσχεση στην εργατική τάξη της Αμερικής για έναν άλλο δρόμο προς την ευημερία: αυξανόμενες τιμές ακινήτων και χρηματιστηκοποιημένα συνταξιοδοτικά προγράμματα. Όταν το σπίτι από τραπουλόχαρτα της Wall Street κατέρρευσε το 2008, το ίδιο συνέβη και σε αυτό το μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ της εργατικής τάξης της Αμερικής και των κυβερνώντων.
Μετά την κατάρρευση του 2008, μεγάλες επιχειρήσεις χρησιμοποίησαν τα χρήματα της κεντρικής τράπεζας που αντικατέστησε την Wall Street για να επαγοράσουν τις δικές τους μετοχές, εκτοξεύοντας τις τιμές των μετοχών (και, επομένως, τα μπόνους των διευθυντών τους) στην στρατόσφαιρα ενώ την ίδια ώρα η πραγματική οικονομία «διψούσε» για πραγματικές επενδύσεις σε καλές και ποιοτικές θέσεις εργασίας. Ένας μεγάλος αριθμός Αμερικανών αντιμετώπισε συνεπεία αυτού, μια ταχεία μετάβαση σε αρνητικά ίδια κεφάλαια, κατασχέσεις ακινήτων, κατάρρευση των συνταξιοδοτικών ταμείων και επισφαλή εργασία – όλα αυτά την ώρα που βλέπανε τον πλούτο και τη δύναμη να συγκεντρώνονται στα χέρια τόσο λίγων.
Ήδη το 2016, η πλειοψηφία των Αμερικάνων ήταν βαθιά απογοητευμένη. Αφενός ζούσαν με την προσωπική αγωνία που προκαλούσε η μόνιμη λιτότητα στην οποία οι κοινότητές τους είχαν βυθιστεί από το 2008. Αφετέρου έβλεπαν τις απώλειες της άρχουσας τάξης να κοινωνικοποιούνται από την κυβέρνηση, που έγινε το κύριο μοτίβο αντίδρασης στην κατάρρευση.
Ο Ντόναλντ Τραμπ απλώς εκμεταλλεύτηκε αυτή την απογοήτευση. Και το έκανε με τακτικές που, μέχρι σήμερα, αποδιοργανώνουν τους φιλελεύθερους αντιπάλους του. Οι δημοκρατικοί διακήρυξαν ότι ο Τραμπ ήταν ένα τίποτα, και γι’ αυτό ήταν ακατάλληλος για πρόεδρος. Αυτό δεν απέδωσε σε μια κοινωνία διαμορφωμένη από τα μίντια που για χρόνια έδιναν αξία σε ασήμαντες διασημότητες.
Κι ακόμα χειρότερα για τους υποστηρικτές του Τραμπ, περιγράφοντάς τον ως ανίκανο είναι αυτογκόλ: Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι απλά ανίκανος. Ο Τζώρτζ Μπούς ήταν ανίκανος. Όχι, ο Τραμπ είναι κατι χειρότερο. Ο Τραμπ συνδυάζει κραυγαλέα ανικανότητα με σπάνια ικανότητα. Αφενός δεν μπορεί να συντάξει δυο αξιοπρεπείς προτάσεις που να βγάζουν νόημα, και απέτυχε παταγωδώς να προστατεύσει εκατομμύρια Αμερικανών από τον Covid-19. Αλλά, αφετέρου «έσκισε» τη Nafta, τη Βορειοατλαντική Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου που χρειάστηκαν δεκαετίες για να συναφθεί. Αξιοσημείωτα, την αντικατέστησε γοργά με μια που σίγουρα δεν είναι χειρότερη – τουλάχιστον από την σκοπιά της εργατικής τάξης , ή ακόμα, κι από τη σκοπιά των Μεξικανών εργαζομένων στα εργοστάσια, που τώρα απολαμβάνουν ένα ωρομίσθιο σημαντικά μεγαλύτερο από το προηγούμενο.
Επιπλέον, παρά το πολεμοχαρές υφος του, ο Τραμπ όχι μόνο κράτησε την υπόσχεσή του να μην ξεκινήσει νέους πολέμους αλλά, επιπρόσθετα, απέσυρε αμερικανικά στρατεύματα από μια σειρά από πεδία πολεμικών επιχειρήσεων όπου η παρουσία τους είχε προκαλέσει αξιοσημείωτη δυστυχία χωρίς χειροπιαστά οφέλη για την ειρήνη ή, έστω, για την αμερικανική επιρροή.
Οι αντίπαλοι του Τραμπ επίσης συχνά τον αποκαλούν ψεύτη. Αλλά ο Τραμπ δεν είναι ένας απλός ψεύτης. Ο Μπιλ Κλίντον ήταν ψεύτης. Και πάλι, ο Τραμπ είναι κάτι χειρότερο. Έχει την ικανότητα να εκτοξεύει τις πιο απίστευτες ανακρίβειες, ενώ, την ίδια ακριβώς στιγμή, έλεγε καίριας σημασίας αλήθειες που κανένας πρόεδρος δεν θα παραδεχόταν ποτέ. Για παράδειγμα, όταν κατηγορήθηκε ότι έκοψε τη χρηματοδότηση του Ταχυδρομείο για εκλογικό όφελος, αποσταθεροποίησε τους κατηγόρους του, παραδεχόμενος ότι, ναι περιόριζε τη χρηματοδότηση στην ταχυδρομική υπηρεσία των ΗΠΑ για να γίνει πιο δύσκολο για τους Δημοκρατικούς να ψηφίσουν.
Η αγένεια του Τραμπ προς τους αντιπάλους του, αν και δυσάρεστη, μπορεί ακόμα και να ανακούφισε κάπως τους παραμελημένους Αμερικάνους που συνδέουν την ευγένεια του Μπάιντεν με την αβρότητα με την οποία αντιμετωπίζει ο πρώην αντιπρόεδρος τη Wall Street και τους πολυεκατομμυριούχους που χρηματοδότησαν την εκστρατεία του. Όχι άδικα, βλέπουν τον Μπάιντεν ως έναν ευγενικό απεσταλμένο των τραπεζιτών που κατέσχεσαν τα σπίτια τους και ταυτόχρονα, ως ένα μέλος μιας διοίκησης που διέσωσε – με δημόσιο χρήμα – τους ίδιους τραπεζίτες.
Ακούνε τους άψογους, ευγενικούς λόγους του Μπάιντεν για την ενότητα, τον σεβασμό, την ανεκτικότητα και ομόνοια των πολιτών και σκέφτονται «όχι, ευχαριστώ, δεν θέλω να ενωθώ, ή να ανεχθώ, αυτούς που έγιναν πλούσιοι σπρώχνοντάς με στον λάκκο». Γι’ αυτούς, η συμπεριφορά του Τραμπ είναι μια άσχημη αλλά ευπρόσδεκτη εκδήλωση αλληλεγγύης από καθημερινούς ανθρώπους που νιώθουν να ενδυναμώνονται από τον συνδυασμό της αισχρότητας του προέδρου και των επικλέσεών του στο αδάμαστο μεγαλείο της Αμερικής – ακόμα κι αν, κατά βάθος, ποτέ δεν περίμεναν το μέλλον τους να βελτιωθεί σημαντικά όταν η Αμερική γίνει «σπουδαία ξανά».
Η τραγωδία των προοδευτικών είναι ότι οι υποστηρικτές του Τραμπ δεν σφάλλουν εντελώς. Το Δημοκρατικό Κόμμα επέδειξε ξανά και ξανά την αποφασιστικότητά του να αποτρέψει οποιαδήποτε πρόκληση για τους ισχυρούς που ευθύνονται για τον πόνο, τον θυμό, την ταπείνωση που έσπρωξε τον Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Οι Δημοκρατικοί μπορούν να μιλούν μέχρι να παγώσει η κόλαση για τη φυλετική δικαιοσύνη, την ανάγκη να βρεθούν περισσότερες γυναίκες σε θέσεις εξουσίας, τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας κλπ. Αλλά, η στιγμή που πολιτικοί, όπως ο Μπέρνι Σάντερς, θα απειλήσουν να αμφισβητήσουν τις δομές ισχύος που κρατούν τους μαύρους Αμερικανούς, τις γυναίκες, τις μειοψηφίες και τους φτωχούς στο περιθώριο της κοινωνίας, σπεύδουν να τους εξουδετερώσουν.
Οι υποστηρικτές του Τραμπ δεν είναι πιθανό να το αρθρώσουν αυτό με τόσο πολλές λέξεις. Εντούτοις, η περιφρόνησή τους για το φιλελεύθερο καθεστώς είναι ριζωμένο στη συνειδητοποίηση ότι οι πλούσιοι Δημοκρατικοί πίσω από τη στήριξη στους Μπάιντεν –Χάρις δεν θα αλλάξουν ποτέ στην πραγματικότητα τις συνθήκες για τους φτωχούς. Οποιαδήποτε αναδιανομή πλούτου και δύναμης που απειλεί το καταπίστευμα των παιδιών τους, ή ανυψώνει τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων στη Wall Street, είναι εκτός συζήτησης – και αυτοί οι ψηφοφόροι το γνωρίζουν.
Στο πλαίσιο αυτό, όσο σκληρά κι αν προσπαθήσει ο Μπάϊντεν να μιλήσει τη γλώσσα μιας Πράσινης Νέας Συμφωνίας, κανένας δεν μπορεί να τον φανταστεί να αρθρώνει μια φράση σαν εκείνη του Φραγκλίνου Ρούζβελτ, που αναφερόμενος στους τραπεζίτες είπε κάποτε: «συμφωνούν απόλυτα στο μίσος τους προς εμένα – και καλωσορίζω το μίσος τους αυτό.» Χωρίς την ετοιμότητα να αντιμετωπίσουν τη μεγαλύτερη συγκέντρωση εταιρικής δύναμης στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, ακόμα και οι πιο συμπαθείς από τους προέδρους θα αποτύχουν να επιφέρουν είτε κοινωνική δικαιοσύνη είτε σοβαρή άμβλυνση της κλιματικής αλλαγής. Τουλάχιστον, ο Τραμπ δεν υποκρίνονταν, μπορούν να πουν οι υποστηρικτές του.
Οπότε ναι, ο Τζο Μπάιντεν κέρδισε. Και, δόξα τω θεώ, γι’ αυτό. Αλλά, ας αντιληφθούμε ότι το κατάφερε παρά, όχι εξαιτίας, των κοινωνικών χαρισμάτων του ή την υπόσχεση να αποκαταστήσει την κανονικότητα στον Λευκό Οίκο. Η συσσωρευμένη δυσαρέσκεια που έφερε τον Τραμπ στην εξουσία το 2016 δεν έχει εξαφανιστεί. Το να προσποιούμαστε ότι έχει θα προκαλέσει μόνο νέα δεινά – για την Αμερική και τον υπόλοιπο κόσμο.
Ο Γιανης Βαρουφάκης είναι συνιδρυτής του DiEM25 (Κίνημα για τη Δημοκρατία στην Ευρώπη), πρώην υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας και συγγραφέας του «And the Weak Suffer What They Must? Europe’s Crisis and America’s Economic Future»
Πηγή: theguardian.com
Θέλεις να μαθαίνεις για τις δράσεις του ΜεΡΑ25; Γράψου εδώ.