Η Κυβέρνηση παρεμβαίνει στο αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων και επιχειρεί να ελέγξει την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, δια της επιβολής του αισθήματος της φοβικότητας, δια της συμπεριφορικής χειραγώγησης και δια της αξιακής κατάπτωσης στους νέους και στις νέες μας – *Άρθρο της Κωνσταντίνας Αδάμου
Την εβδομάδα που μας πέρασε, γίναμε μάρτυρες μίας συντονισμένης και προσχεδιασμένης επίθεσης της Κυβέρνησης, κατ’ αρχάς στο στη Συνταγματικά κατοχυρωμένο αυτοδιοίκητο των Ελληνικών δημόσιων Πανεπιστημίων και κατ’ επέκταση στην ακαδημαϊκή ελευθερία.
Το νομοθέτημα Κεραμέως – Χρυσοχοΐδη για την τριτοβάθμια εκπαίδευση προκάλεσε σφοδρές και ετερογενείς αντιδράσεις και απέκτησε συμβολικό χαρακτήρα, καθ’ ότι αποτελεί βασική γραμμή ιδεολογικής και αξιακής σύγκρουσης μεταξύ του συντηρητικού κόσμου και του κόσμου της προοδευτικής αντίληψης.
Με την εγκατάσταση ηλεκτρονικών συστημάτων παρακολούθησης και με την τοποθέτηση αστυνομικών – ειδικών φρουρών, αμφιβόλου επιχειρησιακής εκπαίδευσης και ψυχομετρικών χαρακτηριστικών εντός των πανεπιστημίων, το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη αυτομάτως αποκτά δεσπόζουσα επιρροή σε έναν ιερό χώρο ελευθερίας της έκφρασης και των ιδεών, στον οποίο διαμορφώνονται προσωπικότητες, και ωριμάζουν τα αξιακά συστήματα των νέων μας.
Είναι προφανές ότι η έντονη παρουσία της αστυνομίας στους πανεπιστημιακούς χώρους, δεν έχει σε καμία περίπτωση ως κυρίαρχο στόχο την αντιμετώπιση της παραβατικότητας.
Άλλωστε, μόνο ως άλλοθι μπορεί να χαρακτηριστεί η κυβερνητική επιχειρηματολογία περί της άμεσης ανάγκης για αναχαίτιση της δράσης κυκλωμάτων που θέτουν σε κίνδυνο την πανεπιστημιακή κοινότητα, σε μία περίοδο όπου η δια ζώσης παρακολούθηση μαθημάτων βρίσκεται σε πολύμηνη αναστολή λόγω της πανδημίας.
Φυσικά, την ίδια επιχειρηματολογία είχε χρησιμοποιήσει η Κυβέρνηση και το 2019, όταν προχώρησε στην κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, παρά τις δυναμικές κοινωνικές αντιδράσεις και παρά τις προτάσεις του ΜέΡΑ25 για τη σύσταση είδικού σώματος προστασίας του Πανεπιστημίου, το οποίο θα υπάγεται στον Πρύτανη.
Είναι σαφές, ότι παρά το γεγονός ότι η αστυνομία ανέκαθεν διατηρούσε το δικαίωμα να επεμβαίνει επιχειρησιακά στον χώρο των πανεπιστημίων, αποδείχθηκε παντελώς αναποτελεσματική στην αναγνώριση και αποδόμηση των κυκλωμάτων που – πράγματι – δρουν εδώ και χρόνια στα Πανεπιστήμια και περιξ αυτών!
Το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη αρνείται να αποδεχτεί τη διαχρονική αποτυχία αντιμετώπισης της παραβατικότητας στα πανεπιστήμια και πλέον επιρρίπτει τις ευθύνες στους Πρυτάνεις, φτάνοντας στο σημείο να τους κατηγορεί, μέχρι και για εθισμό στην κακοποίηση.
Έτσι, εργαλειοποιώντας στο έπακρο τους περιορισμούς για τις διαδηλώσεις που επέβαλε στην κοινωνία με αφορμή την πανδημία, το Υπουργείο παρακάμπτει προκλητικά το Συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των Πανεπιστημίων στο αυτοδιοίκητο και με το νομοθέτημά του, αναλαμβάνει την εξουσία εποπτείας και αστυνόμευσης των πανεπιστημιακών χώρων, προς τέρψιν της Αμερικανικής Πρεσβείας και της δεξαμενής των υπερσυντηρητικών εγχώριων ψηφοφόρων, αλλά και αυτών της ομογένειας.
Είναι αναμενόμενο ότι οι όποιες επιτυχίες των νέων κλιμακίων της πανεπιστημιακής αστυνομίας θα υπερθεματιστούν επικοινωνιακά το προσεχές διάστημα, ώστε σταδιακά να εκλογικευθεί η παρουσία τους εντός της κοινότητας.
Ωστόσο, παρά τις εφήμερες αυτές επικονωνιακές επιτυχίες – που δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι θα επέλθουν – ως πραγματικός στόχος του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη παραμένει η παγίωση ενός κρατικού ελεγκτικού και κατασταλτικού μηχανισμού στα πανεπιστήμια, ο οποίος θα λογοδοτεί απευθείας στο Υπουργείο, ούτως ώστε να καλλιεργηθεί το αίσθημα, όχι της ασφάλειας, αλλά της φοβικότητας στους φοιτητές και στις φοιτήτριές μας.
Μία φοβικότητα απέναντι στην ελεύθερη έκφραση, απέναντι στην προοδευτική κριτική σκέψη, απέναντι στον κοσμοπολιτισμό, απέναντι στις κοινωνικές διεκδικήσεις, απέναντι στην αμιφισβήτηση και στην αντίδραση.
Πολλοί συνάδελφοι, ορθά χαρακτήρισαν την επιβολή αυτού του νομοσχεδίου ως μία κυβερνητική απόπειρα δημιουργίας ενός δυστοπικού «Οργουελικού» περιβάλλοντος παρακολούθησης, ελέγχου και καταστολής των διεργασιών και ζυμώσεων στα πανεπιστήμια.
Παρατηρώντας, αντίθετα, τη δραστηριότητα και τα αξιακά πρότυπα που προωθούνται από συγκεκριμένες φοιτητικές παρατάξεις, στην περίπτωση αυτή, το ακαδημαϊκό περιβάλλον θυμίζει περισσότερο το «Θαυμαστό Καινούριο Κόσμο» της υπερκατανάλωσης, της ομογενοποίησης, του πρόσκαιρου ηδονισμού, και της πολιτικής ύπνωσης.
Σε κάθε περίπτωση, η Κυβέρνηση, είτε χρησιμοποιώντας τον Όργουελ για τους αντιδραστικούς, είτε τον Χάξλεϋ για τους μη αντιδραστικούς, τελικά χειραγωγεί τη νεολαία μας συνολικά και την κατευθύνει στα συμπεριφορικά πρότυπα της συντήρησης, της στείρας πειθαρχίας και της ανελεύθερης, υποταγμένης και κατευθυνόμενης σκέψης!
Φυσικά, η κυβερνητική προσπάθεια συντηρητικοποίησης και εκφοβισμού ή εκμαυλισμού των αξιών της νεολαίας μας, δεν θα ήταν εφικτή χωρίς τη νομοθετική συνεισφορά του Υπουργείου Παιδείας.
Η προσπάθεια καλλιέργειας του συντηρητισμού και της φοβικότητας απέναντι στην τιμωρία, είναι μία εμμονική ιδεοληψία του Υπουργείου, την οποία έχουμε ήδη συναντήσει στις ρυθμίσεις για τη διαγωγή, στη στοχευμένη υποβάθμιση μαθημάτων που προωθούν τη δημιουργική σκέψη (όπως είναι η κατάργηση του μαθήματος της Κοινωνιολογίας από πανελλαδικώς εξεταζόμενο μάθημα) αλλά και στη συμμετοχή των ιδιοκτητών εκπαιδευτηρίων στα συμβούλια των εκπαιδευτικών.
Το Υπουργείο Παιδείας, θέτοντας κριτήρια επιβολής πειθαρχικών ποινών που θα ισχύουν σε όλα τα Πανεπιστήμια, παρεμβαίνει με αδιανόητα προκλητικό τρόπο στο συνταγματικά κατοχυρωμένο αυτοδιοίκτητό τους, καθώς η αρμοδιότητα θέσπισης σχετικού κανονιστικού πλαισίου ανήκει αποκλειστικά σε αυτά, με την εφαρμογή σύγχρονων Εσωτερικών Κανονισμών, χωρίς πολιτικές και ιδεολογικές αγκυλώσεις ή σκοπιμότητες.
Είναι προφανές ότι η παρέμβαση αυτή του Υπουργείου επιχειρεί να καθιερώσει ένα δυστοπικό περιβάλλον ανελευθερίας και φοβικότητας στους φοιτητές και στις φοιτήτριες, συμβάλλοντας έτσι στην έμμεση και άμεση υποβάθμιση της Δημόσιας Εκπαίδευσης και στη δημιουργία «πελατολογίου» για την αντίστοιχη Ιδιωτική.
Άλλωστε, η εμμονή για εμπορευματοποίηση της Παιδείας, ενσαρκώθηκε στην πρόσφατη τροπολογία του Υπουργείου με την οποία, αίφνης, εξισώθηκαν τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων Δημόσιων Πανεπιστημίων με αποφοίτους Κολεγίων και λοιπών Ιδιωτικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, ενώ όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά πως το γνωσιακό επίπεδο των τελευταίων δεν έχει καμία σχέση με το υψηλό επίπεδο γνώσης που παρέχουν τα ελληνικά δημόσια Πανεπιστήμια, αφού πολλά από αυτά, όπως το Α.Π.Θ., βρίσκονται ιδιαίτερα ψηλά στις λίστες παγκόσμιας κατάταξης, διαχρονικά.
Με τον τρόπο αυτό, η Κυβέρνηση ρύθμισε το ζήτημα της προσφοράς ισότιμων πτυχίων από τα Κολέγια. Επιπροσθέτως, με το πρόσφατο νομοθέτημά της, δημιούργησε και τη σχετική ζήτηση, μέσω του αποκλεισμού εισακτέων στις σχολές των δημόσιων Πανεπιστημίων και μάλιστα από φέτος, σε μία χρονιά όπου η ολόκληρη η Γ’ Λυκείου δοκιμάζεται, λόγω της υγειονομικής κρίσης.
Με την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής, τίθενται τεχνητά εμπόδια προσβασιμότητας στη δωρεάν τριτοβάθμια εκπαίδευση, με αποτέλεσμα φέτος, πάνω 24.000 μαθητές και μαθήτριες να μείνουν έξω από τα Πανεπιστήμια της χώρας μας και να οδηγηθούν στα Κολέγια ή σε σχολές Κατάρτισης (π.χ. ιδιωτικά ΙΕΚ).
Το Υπουργείο φαίνεται να αγνοεί το γεγονός ότι οι χαμηλές επιδόσεις στις εισαγωγικές εξετάσεις δεν αποκλείουν τη μεταγενέστερη βελτίωση της απόδοσης των φοιτητών και φοιτητριών κατά τη διάρκεια των σπουδών, καθιερώνοντας το στρεβλό συλλογισμό ότι οι υψηλές βάσεις εισαγωγής, αυτόματα εξασφαλίζουν και υψηλότερο επίπεδο σπουδών στα πανεπιστήμια.
Άλλωστε, οι επιδόσεις στις πανελλήνιες εξετάσεις, δεν είναι αποκλειστικά το αποτέλεσμα ατομικής τριβής ή ικανότητας, αλλά συνδυασμός πολλών ανεξάρτητων και πολλές φορές συγκυριακών παραγόντων, όπως η δυσκολία των τιθέμενων θεμάτων, η ψυχολογία της στιγμής, αλλά και η ουσιαστική συμβολή της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην προετοιμασία των υποψηφίων.
Συν ταύτα, η θέσπιση του ανώτατου χρονικού ορίου φοίτησης, (ν+2 για 4ετή προγράμματα σπουδών και ν+3 για 5ετή ή 6ετή προγράμματα σπουδών) στερεί από τις νέες και τους νέους μας τα πολύτιμα και πολυεπίπεδα εφόδια που παρέχει το δημόσιο Πανεπιστήμιο, χωρίς να λαμβάνονται υπ όψιν οι λόγοι που έχουν οδηγήσει στη μη ολοκλήρωση των σπουδών τους, οι οποίοι πολύ συχνά είναι λόγοι οικονομικοί, οικογενειακοί ή λόγοι υγείας.
Είναι απολύτως προφανές ότι το νομοθέτημα Κεραμέως – Χρυσοχοϊδη, δεν στοχεύει στην αναβάθμιση των σπουδών στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, ούτε στη βελτίωση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος, αλλά αντίθετα, υποβαθμίζει άμεσα και έμμεσα τη Δημόσια εκπαίδευση, δημιουργώντας «πελατολόγιο» για τα Κολέγια και τα Ιδιωτικά Ιδρύματα και επιβαρύνοντας και άλλο τον Οικογενειακό Προϋπολογισμό.
Η Κυβέρνηση παρεμβαίνει στο αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων και επιχειρεί να ελέγξει την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, δια της επιβολής του αισθήματος της φοβικότητας, δια της συμπεριφορικής χειραγώγησης και δια της αξιακής κατάπτωσης στους νέους και στις νέες μας.
Πρόκειται για ένα απαράδεκτο νομοθέτημα που προσβάλλει βάναυσα τις ακαδημαϊκές ελευθερίες και είμαι απόλυτα βέβαια ότι η κοινωνία θα το απορρίψει, όπως άλλωστε απέρριψε και στο παρελθόν, κάθε αυταρχική παρέμβαση σε αδιαπραγμάτευτα κοινωνικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν με αγώνες.
* Η Κωνσταντίνα Αδάμου είναι Βουλευτής Β΄ Θεσσαλονίκης ΜέΡΑ25, Ιστορικός – Φιλόλογος με μεταπτυχιακό στις Ευρωπαϊκές Πολιτικές Νεολαίας
Πηγή: alfavita.gr
Θέλεις να μαθαίνεις για τις δράσεις του ΜεΡΑ25; Γράψου εδώ.