Ο δρόμος της επιστροφής από τον φασισμό

Αρθρα - Αναδημοσιεύσεις
27 Σεπ, 2024

Του Γιάνη Βαρουφάκη
Αναδημοσίευση από το News247

Τα πρόσφατα φασιστικά έκτροπα στους δρόμους της Βρετανίας κατέδειξαν, για άλλη μια φορά, την αδυναμία κεντρώων και αριστερών δυνάμεων να προσεγγίζουν ένα μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης που γοητεύεται από την ακροδεξιά. Από τη στιγμή που ο φασισμός μπολιάσει λαϊκές μάζες δεν τον σταματά ούτε η υιοθέτηση αντιμεταναστευτικής ατζέντας (που χυδαία επιχειρεί το Ακραίο Κέντρο) ούτε ο αφορισμός της λιτότητας (στον οποίο, σωστά, προβαίνει η Αριστερά). Αν δεν δεσμευτούμε πως δεν θα εγκαταλείψουμε αυτούς τους ανθρώπους στις σειρήνες του φασισμού, θα αποτύχουμε να αποτρέψουμε την επέκτασή του όχι μόνο στη Βρετανία αλλά και στην ηπειρωτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ.

Έχουν περάσει πάνω από τριάντα χρόνια από το βράδυ εκείνο που ήρθα ενώπιος ενωπίω με τον φασιστικό τρόπο σκέψης όταν γνώρισα τον Καπνιά, έναν ηλικιωμένο αγρότη κάπου στη Μεσσηνία, που το πήρε πάνω του να με εισάγει στην διεστραμμένη κοσμοθεωρία του. Το σκεπτικό, όσο αποκρουστικό κι αν ήταν, ρίχνει χρήσιμο φως στα άδυτα του μυαλού εκείνων που, σήμερα, στρατολογούνται σε νεοφασιστικά μορφώματα, ή συμμετέχουν σε φασιστοειδείς εξάρσεις μίσους και μισαλλοδοξίας στη Βόρεια Αγγλία, στην Ανατολική Γερμανία, στις ΗΠΑ – και, βέβαια, εδώ στην Ελλάδα.

Ο Καπνιάς ξεκίνησε ως ρακένδυτος κολίγος σ’ ένα χωριό της ορεινής Ηλείας, δουλεύοντας για τον ισχυρό του χωριού, έναν βενιζελικό γαιοκτήμονα που, μάλιστα, στη διάρκεια της Κατοχής είχε διαθέσει το σπίτι του στην Αντίσταση, λειτουργώντας ως σύνδεσμος μεταξύ βρετανών αξιωματικών, που είχαν πέσει με αλεξίπτωτο, και του τοπικού ΕΛΑΣ – τότε που, ακόμα, οι Βρετανοί έβλεπαν τους αντάρτες ως χρήσιμους εταίρους για δολιοφθορές εναντίον των δυνάμεων κατοχής. Βλέποντας όλο αυτό το πάρε-δώσε, ντόπιων και βρετανών να μπαίνουν στο αγροτόσπιτο, μερικές φορές συνοδευόμενοι από γενειοφόρους αντάρτες του ΕΛΑΣ, ο νεαρός Καπνιάς καταλάβαινε ότι «κάτι τρέχει εδώ». Κάτι από το οποίο ήταν αποκλεισμένος από όλους αυτούς που τον αγνοούσαν.

«Μου συμπεριφέρονταν σαν να ήμουν ανέγγιχτος, βρώμικος, ανάξιος της προσοχής τους, παιδί κατώτερου θεού», μου εξήγησε. «Μέχρι που με άγγιξε ο λευκός μου άγγελος», πρόσθεσε, την ώρα που με περηφάνια μου έβαζε στο χέρι έναν φθαρμένο, ετοιμόρροπο δερματόδετο βιβλίο. Όταν το κοίταξα, έφριξα. Ήταν το Mein Kampf, σε γερμανική έκδοση του 1934. Του το είχε χαρίσει λίγο πριν τελειώσει η Κατοχή, ως ενθύμιο, ο γκεσταπίτης εκπαιδευτής του – ο «λευκός άγγελος» του. Απολαμβάνοντας την αηδία μου, προχώρησε στην εξήγηση του μίσους του για τους Συμμάχους.

«Η αλαζονεία τους, η αυταρέσκειά τους, η ύβρις τους, οδήγησαν χιλιάδες συντοπίτες μου στο θάνατο», ήταν η εκτίμησή του. Ακόμη και πριν γίνει δωσίλογος, συνεργάτης των Ναζί, οπότε και συνάντησε τον «λευκό άγγελό» του, αυτό που τον κινητοποιούσε και καθοδηγούσε τις επιλογές του – σύμφωνα με τον ίδιο – ήταν το μίσος του για εκείνο το συνάφι βρετανών στρατιωτικών και ελλήνων, είτε βενιζελικών είτε κομουνιστών, αντιστασιακών.

Πράγματι, αν ο Καπνιάς δεν είχε μεγαλώσει στη βαθιά φτώχεια του Μεσοπολέμου ίσως να μην είχε υποκύψει στο δέλεαρ του ναζισμού. Ωστόσο, η φτώχεια του δεν εξηγεί την ροπή του προς τον ναζισμό δεδομένου ότι τα περισσότερα νέα παιδιά από το χωριό του, το ίδιο φτωχά με αυτόν, εντάχθηκαν στην Αντίσταση. Όμως, όταν η περιθωριοποίηση συνδυάζεται με τη στέρηση, ένας συγκεκριμένος τύπος ανθρώπου κάνει ηθελημένη βουτιά στο ηθικό κενό. Όπως ο Καπνιάς, αυτοί οι άνθρωποι γίνονται ευάλωτοι στην αρρωστημένη λογική της άριας φυλής.

Αηδιασμένος αλλά και πολύ περίεργος να δω πως σκέφτεται, τον ρώτησα πως μπορεί να λατρεύει εκείνους που έσφαξαν τους συντοπίτες του στα Καλάβρυτα, όπου μου ομολόγησε δολοφονήθηκαν και συγγενείς του. Χαμογελαστά, σα να το περίμενε, μου απάντησε χωρίς να μασά τα λόγια του, περήφανα, αγέρωχα. Για την σφαγή στα Καλάβρυτα ευθυνόταν ο ίδιος «συρφετός»: το μακελειό το έφεραν στον τόπο οι Βρετανοί, το αφεντικό του, και βέβαια οι κομουνιστές που τόλμησαν να τα βάλουν με τον Ρου της Ιστορίας, να αντισταθούν στο καθήκον τον Ναζί να μας απελευθερώσουν από τα μιάσματα, ντόπια και ξένα.

Αποφάσισα να τον πιέσω περισσότερο, προσπαθώντας να τον στριμώξω ηθικά, πατριωτικά, με τρόπο λογικό αλλά χωρίς να του μιλώ ασεβώς. Ο Καπνιάς δεν μάσησε. Απλά άδραξε την ευκαιρία να διακηρύξει ενθουσιασμένος:

«Άκουσε να δεις. Οι πραγματικοί άνδρες εξαλείφουν όσους στέκονται εμπόδιο στο δρόμο τους. Έτσι επιβιώνουν. Και αν σκοτωθούν, μέσω του θανάτου τους, δηλώνουν την ακαταλληλότητά τους να ζήσουν. Οι λευκοί μου άγγελοι ήταν πάνω από τον Θεό. Σε αντίθεση με τους Ιταλούς, τους Βρετανούς ή τους δικούς μας αλήτες, δεν δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε μέσο. Χωρίς μορφασμούς! Χωρίς φόβο! Χωρίς πάθος! Χωρίς αγάπη! Χωρίς μίσος! Έπρεπε να τους δεις με τα ίδια σου τα μάτια. Ήταν υπέροχοι!».

Καθώς μιλούσε, το πρόσωπό του φωτιζόταν σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο, η καρδιά του γέμιζε με άπλετη ευχαρίστηση, ιδίως όσο έβλεπε ότι το στομάχι μου ανακατευόταν με κάθε του λέξη. Δυστυχώς, το παραλήρημα του είχε μια λογική, όσο διαστροφική κι αν ήταν. Ήταν η ίδια διαστροφική λογική που βλέπαμε εδώ στα μάτια των χρυσαυγιτών ή που, πρόσφατα, διέκρινα στο βλέμμα του βρετανικού όχλου που ξεχύθηκε στους δρόμους του Στόκπορτ να κάψει πρόσφυγες, ή στα πρόσωπα των οπαδών του AfD κατά τη διάρκεια των προεκλογικών συγκεντρώσεων του κόμματός τους στην Θουριγγία, ή στο στρατό των Τραμπιστών που εισέβαλε στο Κογκρέσο ως αναγεννημένοι άγγελοι της λευκής φυλής. Μπορεί να μην διατυμπανίζουν τόσο φανερά τον φασισμό τους όσο ο Καπνιάς, αλλά, τα τέσσερα συμπεράσματα για αυτούς που πρέπει να βγάλουμε είναι τα ίδια.

Πρώτον, η φασιστική βία είναι εργαλείο στρατολόγησης. Ο κύριος σκοπός της είναι να μας εξοργίσει, να μας εξωθήσει να απαιτήσουμε από το κράτος την βίαιη καταστολή τους, ακόμα και την φυλάκισή τους χωρίς σοβαρή δίκη. Στόχος τους είναι να μας κάνουν να τους καταγγέλλουμε ως αξιοθρήνητους υπάνθρωπους. Έτσι στρατολογούν τύπους όπως ο Καπνιάς που απολαμβάνουν να βλέπουν τον θυμό τους να μας μολύνει – να μας κάνει να μιλάμε για βίαιη καταστολή, για υπάνθρωπους.

Δεύτερον, οι φασίστες προσποιούνται ότι νοιάζονται για τις γειτονιές των κατατρεγμένων, για τον κόσμο που δεν τα βγάζει πέρα – όμως δεν τους καίγεται καρφάκι για αυτούς – δεν επενδύουν τίποτα στην ενίσχυση του κοινωνικού ιστού στις φτωχογειτονιές. Απλά, τους χαϊδεύουν τα αυτιά, για να τους χρησιμοποιούν, να τους εξαγριώνουν μέσα από τα social media, χωρίς ποτέ να ικανοποιούν την δίψα των ανθρώπων αυτών για συλλογικότητα.

Τρίτον, ενώ ο φασισμός αναπαράγεται λόγω των αποτελεσμάτων της σκληρής λιτότητας, οι φασίστες δεν θα εναντιωθούν ποτέ στη λιτότητα. Η λιτότητα δεν έχει πρόσωπο, σε αντίθεση με τους Εβραίους ή τους μουσουλμάνους. Και ο φασισμός χρειάζεται πρόσωπα πάνω στα οποία να προβάλει τη βία και το μίσος που τον αναπαράγει.

Τέταρτον, το μεταναστευτικό είναι εκτός θέματος. Ποιόν μετανάστη είχε γνωρίσει ποτέ ο Καπνιάς; Προσέξατε ότι στην Αν. Γερμανία και στις ΗΠΑ ο φασισμός πιάνει τα μέγιστα ποσοστά του σε πόλεις και χωριά όπου μετανάστη δεν θα δεις ούτε με κυάλι; Όπως με δίδαξε ο Καπνιάς, οι φασίστες δεν έχουν κανένα πρόβλημα να αγκαλιάσουν τους ξένους «λευκούς αγγέλους» τους- ανθρώπους που μπορεί να έρχονται από μακριά, ακόμα και να βρωμάνε πλούτο (π.χ. ο Έλον Μασκ ή ο Ντόναλντ Τραμπ) ή και να είναι μελαμψοί (π.χ., βρετανές πολιτικοί όπως η Σουέλα Μπράβερμαν ή η Πριτι Πατέλ, οι πιο ακροδεξιές, αντιμετανάστριες, φασίζουσες βουλεύτριες, που είναι μαύρες). Και μην ξεχνάμε πως, ακόμα και αν δεν υπάρχουν μελαμψά πρόσωπα ή νεοαφιχθέντες τριγύρω, οι φασίστες θα βρουν κάποιους κάπως διαφορετικούς να εστιάσουν το μίσος τους.

Αυτά τα τέσσερα μαθήματα υποδεικνύουν τι πρέπει να αποφύγουμε: Οι άνθρωποι που είναι ευάλωτοι στις σειρήνες του φασισμού αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση τους πολιτικούς που προσπαθούν να τους εξευμενίσουν ενστερνιζόμενοι έναν ρατσισμό-λάιτ. Όπως οι καρχαρίες που η όρεξή τους εκρήγνυται όταν τους προσφέρεις αίμα, όταν το Ακραίο Κέντρο ρέπει προς αντιμεταναστευτικές πολιτικές ανοίγει την όρεξη των φασιστοειδών για ακόμα μεγαλύτερη σκληρότητα απέναντι στους ξένους.

Την ίδια όμως περιφρόνηση προκαλούμε εμείς οι αριστεροί όταν τους αντιμετωπίζουμε ως θύματα της λιτότητας, του νεοφιλελευθερισμού, της κακής παιδείας, της ατυχίας. Όσο σωστή κι αν είναι η ανάλυσή μας, το μόνο που πετυχαίνουμε είναι να τους εξοργίζουμε περισσότερο. Για παράδειγμα, το να τους λες ότι ο αντισημιτισμός ή η ισλαμοφοβία είναι ο αντικαπιταλισμός του ανόητου (αν και σωστό) τους σπρώχνει πιο βαθιά στην αγκαλιά των ναζί.

Τι πρέπει, λοιπόν, να κάνουμε; Την απάντηση δίνει η τελευταία ταινία του σπουδαίου Κεν Λόουτς, σε σενάριο του Πολ Λάβερτι: The Old Oak (Η Τελευταία Παμπ).

Όταν μια ομάδα Σύριων προσφύγων καταφτάνουν σε ερειπωμένης (λόγω Θάτσερ και λιτότητας) κωμόπολη της βόρειας Αγγλίας, ο ιδιοκτήτης της τελευταίας παμπ και μία πρόσφυγας καταφέρνουν να εκτονώσουν τη ένταση μεταξύ των ξένων προσφύγων και των ντόπιων κατατρεγμένων, τους οποίους η αποβιομηχάνιση και η στέρηση μόλυνε με φασιστικές νοοτροπίες. Πώς το κατάφεραν; Με το σύνθημα «τρώμε μαζί, στεκόμαστε δίπλα-δίπλα», διοργάνωσαν κοινά τσιμπούσια στην παμπ, όπου ο καθένας συνεισέφερε ό,τι είχε. Εκεί μέσα, γύρω από το κοινό τραπέζι, όλα τα φασιστικά συναισθήματα διαλύονται όπως το αλάτι στο νερό. Κανείς δεν είχε την ανάγκη για κάνει κήρυγμα, να εξευτελίσει, ή να επιτεθεί σε κανέναν.

Η πολιτική και ηθική διαύγεια της «Τελευταίας Παμπ», με την κινηματογραφική αναβίωση της ιδέας της αλληλεγγύης που μας προσφέρει, αποτελεί εξαιρετικό οδηγό στο πώς να σταματήσουμε τα θύματα της λιτότητας και της ολιγαρχίας από το να στρέφονται το ένα εναντίον του άλλου υποκύπτοντας στις σειρήνες του φασισμού.

* Το άρθρο αποτελεί απόδοση της μηνιαίας στήλης του Γιάνη Βαρουφάκη στο Project Syndicate.

Θέλεις να μαθαίνεις για τις δράσεις του ΜεΡΑ25; Γράψου εδώ.

Μετάβαση στο περιεχόμενο