Ιστορική συνείδηση και κριτική, του Σεραφείμ Σεφεριάδη

Δραστηριότητα
31 Ιαν, 2025

Η τοποθέτηση του μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΜέΡΑ25, Σεραφείμ Σεφεριάδη, στην παρουσίαση του βιβλίου του Δημήτρη Στρατούλη «8 μήνες που συντάραξαν την Ελλάδα: Ιανουάριος-Αύγουστος 2015»

Ευχαριστώ για την παρουσία σας, και για την πρόσκληση να σχολιάσω αυτό το τόσο σημαντικό βιβλίο –ειδικά σήμερα που (με τρεις μέρες διαφορά) συμπληρώνεται μια δεκαετία από εκείνη τη μεγάλη κινηματική νίκη που όμως προδόθηκε πολιτικά. Κι αυτήν την εμπειρία –προπαντός τα συμπεράσματά της– δεν πρέπει επ’ ουδενί να τα αφήσουμε να ξεθωριάσουν και να παραποιηθούν, όπως συστηματικά επιχειρείται. Πρόκειται βέβαια, κυριολεκτικά, για αγώνα –για έναν αγώνα που είναι πρώτιστα δική μας ευθύνη να αναλάβουμε και να διεξαγάγουμε· και το βιβλίο του Δημήτρη συμβάλλει καταλυτικά σε αυτόν ακριβώς το στόχο και για τούτο είναι εξαιρετικά πολύτιμο.

Είπα μόλις αυτήν την βαριά λέξη –είπα ότι οι μεγάλες λαϊκές προσδοκίες της προηγούμενης δεκαετίας «προδόθηκαν». Επιμένω στο χαρακτηρισμό, αλλά δε θέλω με αυτόν να προκληθούν ηθικές συνδηλώσεις. Διότι, όπως έχω πει και γράψει δεκάδες φορές τα τελευταία χρόνια, το πρόβλημα δεν ήταν ποτέ –ούτε τότε, ούτε όμως και τώρα– «ηθικό»: μια –ας πούμε– υποκειμενική προδιάθεση προς την ιδιοτέλεια και την προδοσία. Ήταν κυρίαρχα, αν όχι αποκλειστικά, πολιτικό: ήταν η πολιτική ανεπάρκεια μιας ηγεσίας που, αδυνατώντας να κατανοήσει την αναγκαιότητα της ρήξης (αδυνατώντας συνεπώς και να προετοιμαστεί γι’ αυτήν), κατέφυγε –και στην πορεία αποθέωσε– τη γραφειοκρατική αυθαιρεσία, μετατρέποντας έτσι, μέσα σε λίγους μόνο μήνες, την ελπίδα σε αποκαρδίωση.

Ο Δημήτρης αναγνωρίζει την ακριβή υφή αυτού του κατεξοχήν πολιτικού φαινομένου και στη σ. 198 του βιβλίου, την προσδιορίζει ως «αριστερό ευρωπαϊσμό». Ήταν ασφαλώς αυτό· όμως σήμερα, ιδιαίτερα σήμερα (που οι κάθε μορφής ευρωπαϊσμοί αρχίζουν υπό το βάρος των πραγμάτων να φθίνουν), έχω την αίσθηση ότι μπορούμε –θα έλεγα, μας επιβάλλεται– να την αποδώσουμε και ευρύτερα, ως συστημική προσαρμογή και στη συνέχεια, αναπόφευκτη υποταγή στις εκάστοτε αναπαραγωγικές ανάγκες του καπιταλισμού –κάτι που γράφτηκε ρητά (σε ένα κείμενο του Θανάση Σκαμνάκη που ο Δημήτρης παραθέτει στη σελίδα 227 του βιβλίου) ως ρεφορμιστική λογική της πολιτικής, που αναζητά εναγωνίως το έδαφος του κάθε φορά συμβιβασμού και όχι την προοπτική μιας απελευθερωτικής σύγκρουσης…

Θεωρώ ότι με αυτό το σκεπτικό έχουμε να αναμετρηθούμε στο πλαίσιο της προσπάθειάς μας να σηκωθούμε, όπως ποιητικά το αποδίδει ο Δημήτρης στη τελευταία σελίδα του βιβλίου: το να πέσεις είναι ανθρώπινο, γράφει· το στοίχημα είναι να μπορέσεις να σηκωθείς.

Κι αυτή η δύσκολη διαδικασία της επανόρθωσης, της ανάκαμψης –θέλω και πάλι, επίμονα να το τονίσω– αποτελεί πρόβλημα πολιτικό –δεν είναι κάτι που το λέω έτσι απλά: το λέω σε ριζική αντίθεση με το εμμονικά προβαλλόμενο αφήγημα περί οντολογικής «συντηρητικοποίησης» (αν όχι και εκφασισμού) της κοινωνίας, που είναι ένα ισχνό και ευτελές αφήγημα –όταν δεν είναι και ιδεολογικά υποβολιμαίο (και σας καταθέτω τη διαφωνία ως μακροχρόνιος ερευνητής αυτού ειδικά του φαινομένου).
Διότι δεν είναι, και δεν ήταν ποτέ έτσι –μια και η «κοινωνία», η υπαρκτή κοινωνία, και συγκεκριμένα τα λαϊκά στρώματα, δεν υφίστανται έτσι, απλώς και αφ’ εαυτού τους σε ένα κενό· πάντα διαμορφώνονται ως συνάρτηση –σε σχέση και διαρκή αλληλεπίδραση– με το πολιτικό περιεχόμενο του μηνύματος που οι «δικοί τους» πολιτικοί δρώντες (οι δρώντες που τα λαϊκά στρώματα έχουν αναδείξει) εκπέμπουν: αν το μήνυμα αυτό εμπνεύσει, οι συλλογικές-κινηματικές δράσεις που κατά καιρούς ξεσπούν εντείνονται και κλιμακώνονται· αν όχι, επέρχεται απογοήτευση και αποστράτευση. Και είναι ευτυχής σύμπτωση ότι κάνουμε την αποψινή συζήτηση αμέσως μετά το μεγαλειώδες προχθεσινό συλλαλητήριο «οξυγόνο» που βάζει τεράστια πολιτικά καθήκοντα! Η κοινωνία, μην έχετε αμφιβολία, ξέρει και είναι έτοιμη να παλέψει. Το θέμα είναι τι κάνουμε εμείς, όσες και όσοι δραστηριοποιούμαστε στο πεδίο της πολιτικής…

Το βιβλίο λοιπόν του Δημήτρη, αυτού του τόσο ευγενικού και αγαπητού συντρόφου μάς ταξιδεύει σε μιαν επαναβίωση των τελευταίων ηρωικών χρόνων, κι αυτό αποτελεί μια πρώτη, αναντικατάστατη αρετή του βιβλίου: η υπομονετική και λεπτομερής αφήγηση, που επαναφέρει στη μνήμη κορυφαίους σταθμούς τόσο της κινηματικής όσο και της πολιτική εμπειρίας αυτής της περιόδου. Το κυριότερο όμως είναι ότι, διαβάζοντας το βιβλίο, ο Δημήτρης μας κάνει να νιώσουμε ξανά στην ψυχή –και στο βαθύ είναι μας– αυτό το δραματικό «μαρτύριο τη σταγόνας»! Παρακολουθώντας τον νιώθουμε και πάλι (όπως και τότε) απελπισία για την πολιτική ανεπάρκεια της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, με βασικό μοτίβο τη διαρκή υποχωρητικότητα της κυβέρνησης στους δανειστές: αυτήν την εφιαλτική φενάκη της «αμοιβαία επωφελούς συμφωνίας» –και κράτησα επ’ αυτού κάποιους στοίχους του Ηλία Ιωαννίδη που παραθέτει ο Δημήτρης στη σ. 124:

Το τέρας που πολεμάς και θες να το νικήσεις όταν μαζί του πολεμάς –γράφει ο ποιητής–, ε!… θα το συνηθίσεις. Κι όσο περνάει ο καιρός αρχίζεις και του μοιάζεις. Αυτό είναι ίδιο πάντοτε, μόνο που εσύ αλλάζεις.

Πρόκειται νομίζω για μιαν απόδοση που μας λέει όλη κυριολεκτικά την ιστορία: ότι ενώ η κυβέρνηση διαρκώς διαφωνούσε με τις απαιτήσεις τής τρόικας, εξίσου διαρκώς συνέχιζε τη διαπραγμάτευση –με απολύτως αναμενόμενο αποτέλεσμα ότι, σε κάθε βήμα του δράματος, οι δανειστές αποθρασύνονταν… Τα περιστατικά αυτής της ζοφερής διαδικασίας είναι άφθονα –και κάποια στιγμή ίσως θα πρέπει να τα συγκροτήσουμε ως κόμβους περί του τι δεν πρέπει να κάνει στο μέλλον η ανατρεπτική Αριστερά (που είναι άλλωστε και το ζητούμενο συζητήσεων όπως η αποψινή).
Μια όμως και το ανέφερα, επιτρέψτε μου να σας μεταφέρω ένα μόνο χαρακτηριστικό επεισόδιο: Ήταν η περίσταση μετά τα ψέματα Γιούνκερ περί του περιεχομένου του πακέτου που η κυβέρνηση απέρριψε (και έτσι οδηγηθήκαμε στο δημοψήφισμα), και ο Τσίπρας του διαμήνυσε τηλεφωνικά ότι –όπως ο Δημήτρης το παραθέτει (σ. 163)–

ως Ευρωπαίος πολίτης [λέει ο Τσίπρας], όφειλε –[ο Γιούνκερ]– να υπερασπιστεί τη δημοκρατική παράδοση της Ευρώπης και να συμβάλλει στην επίτευξη μιας αμοιβαία επωφελούς συμφωνίας!

Απολύτως τραγικό, απολύτως απευκταίο!

Όμως την αποψινή μας συζήτηση δεν την κάνουμε μόνο (ή κυρίως) για να τεκμηριώσουμε το πολιτικό έλλειμμα –τον αφελή και ανόητο ρεφορμισμό– εκείνης της ηγεσίας, που είδαμε πού οδήγησε όχι μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και το λαϊκό κίνημα τόσο στην Ελλάδα όσο και πανευρωπαϊκά. Την κάνουμε και για να δούμε τα δικά μας λάθη, τα σημεία εκείνα που οι δικές μας ελλείψεις δεν μας επέτρεψαν να προβάλλουμε μιαν εύρωστη εναλλακτική, που θα έδινε διέξοδο στην κινηματική δυναμική –μια δυναμική η οποία, ενώ είχε πράγματι κοπάσει μετά το 2012, η εμπειρία έδειχνε ότι και υπήρχε (έστω λανθάνουσα), συνεπώς και θα μπορούσε να αναγεννηθεί. Σκεφτείτε επ’ αυτού το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, σκεφτείτε τη συγκέντρωση τη 3ης Ιουλίου υπέρ του ΟΧΙ.

Και εδώ, στο πνεύμα ακριβώς του Δημήτρη (έτσι όπως κατ’ επανάληψη το γράφει και ο ίδιος, χωρίς εμπάθεια και χωρίς καμιά πρόθεση εύκολης κριτικής) να πω ότι το βιβλίο δεν διηγείται μόνο το κυβερνητικό μαρτύριο της σταγόνας, διηγείται ταυτόχρονα και το μαρτύριο της σταγόνας της αριστερής αντιπολίτευσης (εν πρώτοις της Πλατφόρμας, όμως επίσης και της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς) αναφορικά με αυτό το εξαιρετικά απλό και απολύτως εύλογο ερώτημα: καλά …, αυτοί της πολιτικά συμβιβασμένης ηγεσίας έκαναν, ό,τι έκαναν· εσείς οι αντιπολιτευόμενοι τι ακριβώς κάνατε;

Στο πλαίσιο αυτό, το βιβλίο μας αφηγείται λοιπόν μια παράλληλη, εξίσου οδυνηρή, ιστορία που θα μπορούσαμε να την αποδώσουμε λέγοντας πως ό,τι έκανε η κυβέρνηση με τους θεσμούς, το έκανε και η εσωκομματική αντιπολίτευση με την κυβέρνηση (παρά τις συχνές και απολύτως εύστοχες προτάσεις της στην Κ.Ε),
με το –και πάλι αναμενόμενο– αποτέλεσμα ότι όσο η αντιπολίτευση δίσταζε να συγκρουστεί ανοιχτά με τους γραφειοκράτες της ηγετικής ομάδας, τόσο αυτοί αποθρασύνονταν…

Σκεφτόμουν επ’ αυτού να παρέθετα παραδείγματα από τα τόσα πολλά που αναφέρονται στο βιβλίο, όμως λόγω χρόνου δεν θα το κάνω, ειμή μόνον να για να πω –πάντα σε πνεύμα συντροφικό– ό,τι έχω άλλωστε γράψει και σε δυο τουλάχιστον βιβλία (αλλά και σε πολλές άλλες δημόσιες παρεμβάσεις): την εκτίμηση ότι, με όλες –και παρά τις περί του αντιθέτου προθέσεις της– η Πλατφόρμα άργησε να δημοσιοποιήσει τις απόλυτα τεκμηριωμένες διαφωνίες της. Ο Δημήτρης, το βιβλίο, το αναγνωρίζει αυτό ως μείζον πρόβλημα και διαρκώς το πραγματεύεται –και σας καλώ και εσάς, ως αναγνώστες– να το δείτε, να το εκτιμήσετε, και να διαβουλευτείτε μαζί του όσο πιο επισταμένα μπορείτε.

Να πω μάλιστα εδώ, ότι σε κάποιο σημείο της πρώτης ανάγνωσης (το βιβλίο το διάβασα όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 2022, και το έχω προτείνει ως βασικό ανάγνωσμα σε φοιτητές μου), είχα αρχίσει να φοβάμαι ότι ο Δημήτρης μάλλον θα υπεκφύγει τα δύσκολα –μέχρι να φτάσω στη σ. 323 όπου διαβάζει κανείς τα εξής: ότι η Πλατφόρμα

θα μπορούσε και θα έπρεπε να προβεί σε πιο πολλές εξωστρεφείς πολιτικές και κοινωνικές πρωτοβουλίες και διαμαρτυρίες για την εξελισσόμενη συστημική μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ…[θα μπορούσε και θα έπρεπε να επιμείνει] ακόμα περισσότερο στην οικοδόμηση συνεργασιών και μετωπικών πρωτοβουλιών…σε αντισυστημική κατεύθυνση, και εντός του ΣΥΡΙΖΑ με άλλες αντιμνημονιακές δυνάμεις του, αλλά και έξω από αυτόν, με δυνάμεις της κομμουνιστικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Αυτό –φίλες και φίλοι– είναι ένα δύσκολο, είναι όμως ταυτόχρονα και ένα τεράστιο συμπέρασμα –που αναδεικνύει και συγκεκριμενοποιεί τις ευθύνες μας στον παρόντα χρόνο –πρώτα για όσες και όσους παραμένουμε πολιτικά όρθιες και όρθιοι και, στη συνέχεια, για τις νεότερες γενιές που μπαίνουν και θα μπαίνουν στους επερχόμενους κοινωνικούς αγώνες. Τι ακριβώς;

Ότι, στο πλαίσιο ενός μετωπικού αγώνα (που δεν μπορεί παρά έτσι να είναι οι πολιτικοί αγώνες του μέλλοντος), η ανατρεπτική πολιτική ανεξαρτησία και η δημοσιοποίηση των όποιων διαφωνιών είναι αδιαπραγμάτευτη! Αυτό είναι βασική προϋπόθεση ώστε να μην προδώσουμε τα αγωνιζόμενα λαϊκά στρώματα που μας δίνουν πολιτική υπόσταση (κάτι που είναι και το διαρκές μότο του Στρατούλη –το λέει ρητά πολλές φορές στο βιβλίο, είναι άλλωστε φανερό στη διαδρομή του και στο έργο του).

Προκύπτουν βέβαια εδώ σοβαρά και δύσκολα ζητήματα τακτικής: πότε και με ποιον ακριβώς τρόπο θα γίνεται αυτή η δημοσιοποίηση των διαφωνιών; Και το βιβλίο περιγράφει την περίσταση δημοσιοποιήσεων που έγιναν –φοβάμαι– πολύ αργά: λ.χ., (και πάλι επιλέγω ένα από τα πολλά παραδείγματα) την τοποθέτηση του Δημήτρη στην Κ.Ε. της 30ής Ιουλίου του 2015, όπου έδωσε με θαυμαστό νομίζω τρόπο όλο το περιεχόμενο της τραγωδίας της κυβέρνησης – και επιτρέψτε μου για άλλη μια φορά να παραθέσω (από τη σ. 257):

Το βασικό λάθος, στρατηγικού χαρακτήρα της κυβέρνησης στις διαπραγματεύσεις –υποστήριξε ο Δημήτρης– ήταν ότι δεν φρόντισε έγκαιρα να έχει έτοιμη και επεξεργασμένη –και να έχει προετοιμάσει και το λαό να τη στηρίξει– μια εναλλακτική λύση η οποία, όταν φτάσαμε στους αμείλικτους εκβιασμούς και στο πραξικόπημα σε βάρος της, θα της έδινε δυνατότητα απεγκλωβισμού…

Αυτήν την εξαιρετική τοποθέτηση, όμως, δεν την άκουσαν έγκαιρα η νεολαία και τα λαϊκά στρώματα –την ώρα που μεγάλα τμήματα του κινηματικού χώρου είχαν ήδη σπεύσει να αναδείξουν το πρόβλημα και βρίσκονταν σε εγρήγορση.
Κι αυτό με παραπέμπει σε ένα ακόμη επιχείρημα του βιβλίου που νομίζω αποτελεί προέκταση αυτού του αγωνιώδους προβληματισμού. Γράφει ο Δημήτρης στη σ. 362: «Δυστυχώς, μετά το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου είχαμε μια εντυπωσιακή καθίζηση του μαζικού κινήματος…». Πώς όμως θα ήταν αλλιώς, όταν για τόσον καιρό, οι πραγματικά ανατρεπτικοί δρώντες δεν έδιναν άλλη κατεύθυνση – είτε τρέφοντας την αυταπάτη ότι, κάποια στιγμή, τα πράγματα θα αλλάξουν είτε εκτιμώντας ότι δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα να δημοσιοποιήσουν μαζικά τις διαφωνίες τους;

Για άλλη μια φορά, λοιπόν, να πω ότι το πρόβλημα δεν ήταν κοινωνικό –ήταν πολιτικό: η κοινωνία είχε διαμορφώσει τους όρους για την ανάδυση της κομματικής αντιπολίτευσης, το θέμα ήταν τι έκανε εκείνη, έχοντας στα χέρια της αυτήν την τεράστια ευθύνη…

Να επαναλάβω ότι όλα αυτά δεν τα λέω με κανενός είδους κακεντρέχεια – άλλωστε αυτό οφείλει νομίζω να είναι το αντικείμενο των απολογισμών: ούτε η αυτοεπιβεβαίωση, ούτε βέβαια και το ανέξοδο «εγώ σου τα ’λεγα» των «άβρεχτων» (που έλεγε κι ο Άρης Βελουχιώτης, όπως μας υπενθυμίζει ο Δημήτρης), αλλά ένας απολογισμός των δικών μας ευθυνών –που αν δεν τον κάνουμε, θα μοιάζουμε κι εμείς σαν την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ που έριχνε διαρκώς την ευθύνη της αποτυχίας της στον αντίπαλο. Αν εκείνοι υποστήριζαν (και πάντα θα υποστηρίζουν) ότι για την υποταγή δεν φταίει η πολιτική τους αλλά ο λύκος (οι δανειστές), εμείς δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να εφησυχάζουμε λέγοντας ότι για την αδυναμία μας να αντιδράσουμε αποτελεσματικά φταίει ένας άλλος λύκος (η ηγεσία ΣΥΡΙΖΑ). Αυτήν ακριβώς τη μετάθεση ευθυνών δεν κάνει ο Δημήτρης στο βιβλίο –κάνει το ακριβώς αντίθετο και το κάνει παραδειγματικά.

Στο βιβλίο –που ας επαναλάβω– αποτελεί αναντικατάστατη πηγή για την ιστορική και πολιτική συνείδηση– υπάρχουν επίσης αναφορές στον έτερο πόλο ευθύνης, στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, αναδεικνύοντας τον τεράστιο κίνδυνο του συνειδητού ή και ασυνείδητου σεχταρισμού: μια μεγάλη πληγή –που μας εναπόκειται και αυτήν να τη διερευνήσουμε θεωρητικά και πρακτικά. Μπαίνουν και εδώ κρίσιμα ερωτήματα (τα πιο πολλά στην προέκταση του βιβλίου –προπαντός για το μέλλον): Λ.χ., είναι όλοι σεχταριστές όσους έτσι με ευκολία αποκαλούμε, ή μήπως στις αναφορές του όρου συνωστίζονται ανόμοια που πρέπει να διαφοροποιήσουμε και αλλιώς να τους απευθυνθούμε; Τι τους διαφοροποιεί, και τι είδους συμπεράσματα προκύπτουν από τη διερεύνηση αυτών των διαφορών; Το βιβλίο του Δημήτρη εισφέρει πολύτιμο υλικό και στον τομέα αυτό: για τη σχέση με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλες οργανώσεις, τόσο πριν όσο και μετά το εγχείρημα της ΛΑΕ…

Δεν θέλω να μακρηγορήσω, γι’ αυτό επιτρέψτε μου να τελειώσω την τοποθέτησή μου με λόγο προγραμματικό, όπως νομίζω αρμόζει σε αυτόν τον ακαταπόνητο συγγραφέα. Με ό,τι δηλαδή υπάρχει στο Κεφάλαιο 5, το τελευταίο του βιβλίου, που δείχνει πειστικά τα βασικά χαρακτηριστικά του εναλλακτικού δρόμου: τις προϋποθέσεις της παραγωγικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης, στη βάση υφιστάμενων δυνατοτήτων:

  • πρώτιστα με εθνικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικών τομέων της οικονομίας (που ειδικά σήμερα, στα χρόνια της απόλυτης απαξίωσης του δημόσιου χώρου, είναι κάτι που δεν πρέπει μόνο να προβάλλουμε αλλά και υπομονετικά να επεξηγούμε)
  • τη διεθνιστική αξιοποίηση διεθνών – κινηματικών και πολιτικών– συμμαχιών (όπως και ολόκληρη η ιστορία της Αριστεράς δείχνει),
  • τη σημασία του μεταβατικού προγράμματος (που συσπειρώνει και προωθεί τη συνείδηση)

και άλλα πολλά και ιδιαίτερα κρίσιμα…

Βιώνουμε φίλες και φίλοι μια εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο –συχνά δείχνει ζοφερή, όμως δεν πρωτοτυπώ λέγοντας ότι πριν την αυγή δείχνει να κυριαρχεί το πιο βαθύ σκοτάδι. Και εδώ δεν πρέπει να ξεχνούμε τη διαλεκτική της ίδιας της πραγματικότητας –όπως έγραψα περιπαικτικά και σε μια πρόσφατη επιφυλλίδα (που δημοσιεύτηκε πριν το συλλαλητήριο «οξυγόνο»), «κι όμως γυρίζει»…

Το βιβλίο του Δημήτρη μας επιτρέπει και να βγάλουμε συμπεράσματα από την πρόσφατη ιστορία μας, αλλά και να διαμορφώσουμε την πυξίδα του μέλλοντος. Πρέπει να το διαβάσουμε προσεκτικά, και πρέπει βέβαια ιδιαίτερα να τον ευχαριστήσουμε…

Θέλεις να μαθαίνεις για τις δράσεις του ΜεΡΑ25; Γράψου εδώ.

Μετάβαση στο περιεχόμενο