Του Γιάνη Βαρουφάκη
Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών
Ένα οδοιπορικό στην Αμερική αρκεί για να δει κανείς γιατί κέρδισε ο Τραμπ. Πάλαι ποτέ ακμάζουσες πόλεις πασχίζουν να κρατήσουν ένα ταχυδρομείο, κάποια μαγαζιά ανοιχτά – την ώρα που πληθαίνουν οι άστεγοι, οι αυτοκτονίες, οι θάνατοι από διαβήτη και σφαίρες. Πάρκα τροχόσπιτων, αποθήκες της Amazon και γιγαντιαίες φυλακές είναι οι μόνοι αναπτυσσόμενοι «κλάδοι».
Από αυτό τον ταλαιπωρημένο λαό η Κάμαλα Χάρις και οι Δημοκρατικοί περίμεναν να τους δοξάσουν για το οικονομικό «θαύμα» της περασμένης τετραετίας. Αντίθετα, ο Τραμπ αναγνώριζε τον πόνο τους και υποσχέθηκε να τους φροντίσει. Παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι δεν πίστεψαν στις υποσχέσεις του, προτίμησαν τον υποψήφιο που, τουλάχιστον, τους κοίταξε στα μάτια και παραδέχτηκε ότι υποφέρουν.
Πώς έφτασε, όμως, η Αμερική σε αυτή την κατάσταση; Στη «χρυσή» εικοσαετία του αμερικανικού καπιταλισμού, από το 1950 ώς το 1970, οι ΗΠΑ ήταν πλεονασματική χώρα (εξήγε προϊόντα στην Ευρώπη και την Ιαπωνία μεγαλύτερης αξίας απ’ ό,τι εισήγε). Πώς το κατάφερε αμέσως μετά από έναν πόλεμο που φτωχοποίησε Ευρώπη και Ιαπωνία; Δολαριοποιώντας τους συμμάχους της! Στέλνοντάς τους δολάρια, είτε ως βοήθεια είτε ως δάνεια (και επιβάλλοντας σταθερές ισοτιμίες του δολαρίου και των νομισμάτων τους), ώστε να μπορούν να αγοράζουν αμερικανικά προϊόντα.
Το σύστημα αυτό λειτούργησε διότι με κάθε Cadillac, κάθε ψυγείο Westinghouse, κάθε αεροσκάφος Boeing που εξήγε η Αμερική, τα δολάρια που είχε στείλει η Ουάσινγκτον στην Ευρώπη και στην Ιαπωνία επαναπατρίζονταν – μια παγκόσμια διαδικασία ανακύκλωσης σε απόλυτη συμφωνία με τα συμφέροντα του παγκόσμιου κεφαλαίου.
Δύο πράγματα άλλαξαν στον απόγειο του πολέμου του Βιετνάμ: Πρώτον, η παραγωγικότητα των αμερικανικών εργοστασίων υστέρησε εκείνης των γερμανικών και ιαπωνικών, με αποτέλεσμα το εμπορικό ισοζύγιο των ΗΠΑ να αντιστραφεί – που σημαίνει ότι η Αμερική εισήγε πλέον περισσότερα από όσα εξήγε. Δεύτερον, πολλά από τα δολάρια που ξόδευε το Πεντάγωνο στο Βιετνάμ και για τη διατήρηση των στρατιωτικών βάσεων στην Ευρώπη κατέληγαν σε ευρωπαϊκές και ιαπωνικές τράπεζες. Ετσι, ένα τσουνάμι δολαρίων έφευγε από τις ακτές της Αμερικής για να σχηματίσει λίμνες δολαρίων στις κεντρικές τράπεζες της Ευρώπης και της Ιαπωνίας.
Οσο οι συναλλαγματικές ισοτιμίες ήταν σταθερές, δεν υπήρχε πρόβλημα: οι κεντρικές τράπεζες αντάλλασσαν τα δολάρια με τα δικά τους νομίσματα. Οταν, όμως, τον Αύγουστο του 1971 ο Νίξον έσπασε τις ισοτιμίες, το μάρκο και το γεν ανέβηκαν απότομα και, έτσι, τα λιμνάζοντα δολάρια έγιναν πρόβλημα για τις ξένες κεντρικές τράπεζες. Εάν, π.χ., η Bundesbank χρησιμοποιούσε τα δολάρια της για να αγοράσει γερμανικά μάρκα, η ζήτηση για το μάρκο θα αυξανόταν, το μάρκο θα ανέβαινε κι άλλο, κι οι γερμανικές εξαγωγές θα υπέφεραν. Ετσι, η Bundesbank αναγκάστηκε να στέλνει τα δολάριά της στη Γουόλ Στριτ αγοράζοντας κρατικό χρέος των ΗΠΑ.
Όλο και περισσότερο, το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ χρηματοδοτούσε την αμερικανική κυβέρνηση, ενώ, ταυτόχρονα, παρείχε στους Γερμανούς, Ιάπωνες και αργότερα Κινέζους καπιταλιστές τη ζήτηση για τις καθαρές εξαγωγές τους προς τις ΗΠΑ. Με τη σειρά τους, οι ξένοι καπιταλιστές έστελναν τα δολάριά τους στις ΗΠΑ για να αγοράζουν αμερικανικά ομόλογα, ακίνητα και μετοχές των ελάχιστων εταιρειών που η Ουάσινγκτον τους επέτρεπε να αγοράσουν.
Αυτό το τσουνάμι ξένου χρήματος αύξησε την αξία της γης, τα επιτόκια και, έτσι, το κόστος παραγωγής εντός της Αμερικής. Κάποια στιγμή, ήρθε η επιφοίτηση στους Αμερικανούς καπιταλιστές: Γιατί να μη μεταφέρουν τα εργοστάσιά τους στην Κίνα, στο Βιετνάμ κ.λπ.; Ετσι ξεκίνησε η αποβιομηχάνιση των ΗΠΑ, η οποία έφερε στην ερημοποίηση της ενδοχώρας και, ταυτόχρονα, τεράστιο πλούτο στους Αμερικανούς ραντιέρηδες και χρηματιστές. Ο Τραμπ ήταν απλώς το σύμπτωμα αυτής της δυναμικής, γεγονός που εξηγεί όχι μόνο τη νίκη του αλλά και γιατί είναι βέβαιο ότι θα απογοητεύσει την πλειοψηφία που του εμπιστεύτηκε την ψήφο της.
Ο Τραμπ υπόσχεται ότι θα σταματήσει τη «σφαγή» της «μέσης» Αμερικής με τεράστιους δασμούς στα κινεζικά και ευρωπαϊκά προϊόντα που θα επαναβιομηχανίσουν τη χώρα. Ακόμα και αν κάτι τέτοιο ήταν εφικτό (που δεν είναι), οι τεράστιοι δασμοί του Τραμπ θα συρρικνώσουν τα κέρδη των ξένων καπιταλιστών, οι οποίοι με τη σειρά τους θα στέλνουν λιγότερα δολάρια στη Γουόλ Στριτ – ένα γιγαντιαίο πλήγμα στις περιουσίες των «κολλητών» του Τραμπ, ραντιέρηδες και χρηματιστές.
Εν κατακλείδι, ο Τραμπ πρέπει να διαλέξει. Για να ικανοποιήσει την πλειοψηφία, πρέπει να θυσιάσει τον μηχανισμό ανακύκλωσης των αμερικανικών ελλειμμάτων σε εισοδήματα των ραντιέρηδων και των χρηματιστών. Για να είναι πιστός στους «κολλητούς» του, ραντιέρηδες και χρηματιστές, πρέπει να προδώσει την πλειοψηφία. Μαντέψτε ποιο από τα δύο θα επιλέξει!
* Το άρθρο αποτελεί συντομευμένη απόδοση της μηνιαίας στήλης του Γιάνη Βαρουφάκη στο κινεζικό ειδησεογραφικό πρακτορείο quancha.cn
Θέλεις να μαθαίνεις για τις δράσεις του ΜεΡΑ25; Γράψου εδώ.