Η αγωνία για την μετά την πανδημία εποχή είναι παγκόσμια. Την περασμένη Τρίτη ο ΓΓ του ΟΗΕ κ. Αντόνιο Γκουτέρες προσκάλεσε ομάδα οικονομολόγων σε στρογγυλή τράπεζα για να μας θέσει δύο ερωτήματα: Τι πρέπει να γίνει άμεσα; Και τι θεσμικές αλλαγές προτείνουμε για την μακροπρόθεσμη διαχείριση της μετά την πανδημία εποχής.
Άρθρο του Γιάνη Βαρουφάκη στην εφημερίδα Καθημερινή
Στην εισαγωγή του, ο κ. Γκουτέρες εξέφρασε τον προβληματισμό του για τις αυξανόμενες διεθνείς ανισορροπίες. Οι ΗΠΑ, η Κίνα και η ΕΕ, είπε, έχουν την δυνατότητα να παράσχουν την αναγκαία ρευστότητα στις οικονομίες τους. Οι αναπτυσσόμενες χώρες όμως; Ακόμα κι όταν ο κορωνοϊός υπερνικηθεί, θα υστερήσουν ακόμα περισσότερο στις πράσινες επενδύσεις που έχουν ανάγκη – κάτι που θα πλήξει έμμεσα και τις αναπτυγμένες χώρες. Δεν θα πρέπει, ρώτησε, να ενισχυθεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο με περισσότερους πόρους, π.χ. νέες μονάδες του λογιστικού νομίσματος του ΔΝΤ, των SDR; Πως όμως θα γίνει αυτό δεδομένου ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν μικρή αντιπροσώπευση στο ΔΝΤ, στο οποίο οι νικητές του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου εξακολουθούν να κυριαρχούν;
Στην παρέμβασή της η Κριστίν Λαγκάρντ, Πρόεδρος της ΕΚΤ, προέβλεψε ότι οι πληγές της πανδημίας δεν θα επουλωθούν για καιρό, παρά το γεγονός ότι οι Κεντρικές Τράπεζες κάνουν ό,τι μπορούν. Τρία είναι τα ζητήματα τα οποία ανέδειξε: Τις αυξανόμενες ανισότητες – που μας επιβάλουν να εστιάσουμε στους φτωχότερους. Την επιτάχυνση λόγω της καραντίνας της ψηφιοποίησης – που καθιστά απαραίτητη την επανεκπαίδευση εκατομμυρίων σε κάθε χώρα. Και την πράσινη μετάβαση – που ο κόσμος έχει ενστερνιστεί ως στόχο, συνειδητοποιώντας ελέω και κορωνοϊού τι ανοησία είναι να αγνοούμε τον αντίκτυπό μας στην Φύση.
Ο Πολ Κρούγκμαν ήταν πιο συγκεκριμένος: Βρισκόμαστε σ’ αγώνα δρόμου μεταξύ του Covid-19 και των εμβολίων. Δεν ξέρουμε τί ακριβώς θα γίνει, και σε πόσο καιρό, αλλά ένα είναι σίγουρο: Για να ελαχιστοποιήσουμε τη ζημιά, και να χρηματοδοτήσουμε τον εμβολιασμό, θα χρειαστούν μεταξύ 5% και 10% του παγκόσμιου εισοδήματος. «Οι ΗΠΑ δεν έχουν πρόβλημα να βρουν τα χρήματα αυτά», είπε. «Ο υπόλοιπος κόσμος όμως;» Τέλος, πρόσθεσε ότι, όσον αφορά την κλιματική αλλαγή, είναι σφάλμα να την αντιμετωπίζουμε ως πρόβλημα «οικονομικών εξωτερικοτήτων» που λύνεται απλά με την φορολόγηση των ρύπων που την προκαλούν – αλλά πως πρέπει να την δούμε ως απειλή που απαιτεί μαζικές επενδύσεις σε πλανητικό επίπεδο.
Στην παρεμβάση μου συμφώνησα ότι οι κεντρικές τράπεζες έκαναν ό,τι μπορούσαν. Όμως, λόγω των θεσμικών τους περιορισμών, η τεράστια ρευστότητα που δημιούργησαν όχι μόνο πήγε χαμένη αλλά και είχε αρνητικά συμπτώματα. Π.χ. όταν η ΕΚΤ δημιουργεί δισεκατομμύρια, αναγκάζεται εκ του καταστατικού της να τα δανείσει σε μεγάλες τράπεζες με μηδενικό σχεδόν επιτόκιο, π.χ. στην Deutsche Bank. Εκείνη με την σειρά της φοβάται να τα δανείσει σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τα δανείζει σε εταιρείες κολοσσούς, π.χ. στην Volkswagen ή την Apple. Όμως αυτές οι εταιρείες έχουν ήδη γιγαντιαίες αποταμιεύσεις και δεν επενδύουν φοβούμενες ότι η τελική ζήτηση για τα προϊόντα τους θα είναι χαμηλή. Για αυτό παίρνουν τα πάμφθηνα δάνεια της Deutsche Bank και τα χρησιμοποιούν για να αγοράσουν τις ίδιες τους τις μετοχές, αυξάνοντας την τιμή τους στα χρηματιστήρια και, μαζί με αυτές, τα μπόνους των διευθυντών τους τα οποία εξαρτώνται από την χρηματιστηριακή τιμή της εταιρείας. Το αποτέλεσμα; Η ρευστότητα που παράγει η ΕΚΤ να μην καταλήγει ποτέ σε επενδύσεις αλλά μόνο να αυξάνει την ανισότητα πλούτου που έχει ήδη φθάσει χυδαία επίπεδα.
Η λύση που πρότεινα: Να βγει από την μέση ο μεσάζων, δηλαδή τράπεζες όπως η Deutsche Bank. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να δώσει το πράσινο φως στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων να εκδώσει ομόλογά της αξίας 5% του ευρωζωνικού ΑΕΠ ενώ η ΕΚΤ να δηλώσει ότι θα τα αγοράζει στην δευτερογενή αγορά ώστε τα επιτόκια να κρατηθούν μηδενικά. Έτσι, θα προκύψουν οι άμεσες πράσινες επενδύσεις της τάξης του 5% με 10% του ΑΕΠ που ο Πολ Κρούγκμαν θεωρεί απαραίτητες. Επί πλέον, η ΕΚΤ να πιστώνει τον λογαριασμό κάθε οικογένειας της ευρωζώνης μ΄ένα ποσόν το οποίο αυξομειώνεται όσο κρατά η πανδημία ανάλογα με τις συνθήκες, και το οποίο θα φορολογείται κανονικά.
Αντίστοιχες πολιτικές μπορούν να εφαρμοστούν σε άλλες χώρες που διαθέτουν τις δικές τους κεντρικές τράπεζες και τράπεζες επενδύσεων. Όσο για τις αναπτυσσόμενες χώρες, για τις οποίες σωστά αγωνιά ο ΓΓ του ΟΗΕ, τίποτα δεν μας σταματά να κάνουμε τα εξής: Πρώτον, όλες οι διεθνείς πληρωμές (είτε εμπορικές συναλλαγές είτε μεταφορές κεφαλαίων) να υπολογίζονται σε SDR του ΔΝΤ και να συμφωνηθεί σε επίπεδο G20, ή ΔΝΤ, ότι στο τέλος κάθε έτους θα φορολογούνται με χαμηλό συντελεστή και συμμετρικά όλα τα ελλείμματα και όλα τα πλεονάσματα του εμπορικού ισοζύγιου και, ξεχωριστά, του ισοζύγιου κεφαλαίων κάθε χώρας – και πως αυτό το κονδύλι θα μετατρέπεται σε πράσινες επενδύσεις στις πιο αδύναμες χώρες. Έτσι, θα έχουμε εισάγει έναν φόρο που, από τη μία, συρρικνώνει τις διεθνείς ανισορροπίες (οι οποίες, σημειωτέον, προκαλούν διεθνείς κρίσεις) και, από την άλλη, χρηματοδοτεί επενδύσεις στην πράσινη μετάβαση σε γωνιές του πλανήτη όπου υπάρχει η μέγιστη ανάγκη.
Μπορεί οι συζητήσεις τέτοιου είδους στο πλαίσιο του ΟΗΕ να μην εισακούγονται από τους κατέχοντες την πραγματική εξουσία. Όμως, το ότι γίνονται γεννά μια ελπίδα, έστω και αμυδρή.
Θέλεις να μαθαίνεις για τις δράσεις του ΜεΡΑ25; Γράψου εδώ.